ἀσυλλόγιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] durch Vernunftschlüsse nicht herauszubringen, unlogisch, Luc. conscr. hist. 17; συλλογισμοὶ ἀσ., Trugschlüsse, Sp.; wer etwas nicht berechnen kann, Pol. 12, 3; ἀ συλλογίστως ἔχειν [[περί]] τι, etwas nicht berechnen können, Plut. Caes. 59; ἅπτεσθαι τοῦ μέλλοντος Def. orac. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] durch Vernunftschlüsse nicht herauszubringen, unlogisch, Luc. conscr. hist. 17; συλλογισμοὶ ἀσ., Trugschlüsse, Sp.; wer etwas nicht berechnen kann, Pol. 12, 3; ἀ συλλογίστως ἔχειν [[περί]] τι, etwas nicht berechnen können, Plut. Caes. 59; ἅπτεσθαι τοῦ μέλλοντος Def. orac. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut atteindre par le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συλλογίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.
|lstext='''ἀσυλλόγιστος''': -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ [[λογικός]], [[παράλογος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως [[αὐτόθι]] 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, [[ἀλόγιστος]], ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· [[ἀσυλλόγιστος]] τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut atteindre par le raisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συλλογίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml