ἐπίπαν: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0968.png Seite 968]] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς [[ἐπίπαν]], gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ [[ἐπίπαν]] Her. 7, 50, 1; εἰς [[ἐπίπαν]] Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0968.png Seite 968]] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς [[ἐπίπαν]], gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ [[ἐπίπαν]] Her. 7, 50, 1; εἰς [[ἐπίπαν]] Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en général : [[ὡς]] [[ἐπίπαν]], τὸ [[ἐπίπαν]], [[ὡς]] τὸ [[ἐπίπαν]] en général, d'ordinaire;<br /><b>2</b> tout à la fois, tous ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πᾶν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίπαν''': ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, [[καθόλου]], ἐν γένει, [[περίπου]], συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ [[μέσον]] ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς [[ἐπίπαν]] ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν [[ὄχλος]], οἵτ᾿ [[ἐπίπαν]] ἠπειρογενὲς κατέχουσιν [[ἔθνος]], «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) [[περίπου]], [[τοὐλάχιστον]], τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.
|lstext='''ἐπίπαν''': ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, [[καθόλου]], ἐν γένει, [[περίπου]], συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ [[μέσον]] ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς [[ἐπίπαν]] ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν [[ὄχλος]], οἵτ᾿ [[ἐπίπαν]] ἠπειρογενὲς κατέχουσιν [[ἔθνος]], «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) [[περίπου]], [[τοὐλάχιστον]], τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en général : [[ὡς]] [[ἐπίπαν]], τὸ [[ἐπίπαν]], [[ὡς]] τὸ [[ἐπίπαν]] en général, d'ordinaire;<br /><b>2</b> tout à la fois, tous ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πᾶν]].
}}
}}
{{grml
{{grml