ἐπίπαν
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
English (LSJ)
or ἐπὶ πᾶν,
A v. ἐπί.
II. Adj. ἐπίπαντες, v. ἐπίπας.
German (Pape)
[Seite 968] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς ἐπίπαν, gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ ἐπίπαν Her. 7, 50, 1; εἰς ἐπίπαν Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en général : ὡς ἐπίπαν, τὸ ἐπίπαν, ὡς τὸ ἐπίπαν en général, d'ordinaire;
2 tout à la fois, tous ensemble.
Étymologie: ἐπί, πᾶν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπαν: тж. ἐπι πᾶν (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)
1 вообще (говоря), в общем, обычно (πλεῖστον μὲν μεδίμνους ἐννέα, τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. εἰπεῖν Arst. вообще говоря;
2 в целом, всего, итого (τὸ ἐ. ὀγδώκοντα τάλαντα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαν: ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, καθόλου, ἐν γένει, περίπου, συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ μέσον ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν ὄχλος, οἵτ᾿ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς κατέχουσιν ἔθνος, «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) περίπου, τοὐλάχιστον, τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.
Greek Monolingual
ἐπίπαν και ἐπὶ πᾶν (AM)
επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.)
2. περίπου, τουλάχιστον
3. ως ουδ. του επιθ. επίπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παν].
Greek Monotonic
ἐπίπαν: ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:
1. συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπίπαν, επίσης, τὸ ἐπ. και ὡς τὸ ἐπ., σε Ηρόδ.
2. εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
1. ἐπὶ, πᾶν, adv. upon the whole, in general, on the average, Hdt., Thuc.; ὡς ἐπίπαν, also τὸ ἐπ. and ὡς τὸ ἐπ. Hdt.
2. altogether, Aesch.