3,271,449
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων [[βρέφος]] Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ [[ἔκβολος]], das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα [[νεώς]], das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων [[βρέφος]] Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ [[ἔκβολος]], das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα [[νεώς]], das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκβολος''': -ον, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, [[ἔκθετος]], ἔκβολον οἴκου [[βρέφος]] Εὐρ. Φοίν. 104· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - [[ἀλλά]], ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: [[ἀλλά]], 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἡ [[θάλασσα]] ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Χ. | |lstext='''ἔκβολος''': -ον, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, [[ἔκθετος]], ἔκβολον οἴκου [[βρέφος]] Εὐρ. Φοίν. 104· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - [[ἀλλά]], ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: [[ἀλλά]], 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἡ [[θάλασσα]] ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Χ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |