Anonymous

ἔκβολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκβολος:''' [[выброшенный]], [[изгнанный]] (οἴκων Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκβολος:''' -ον ([[ἐκβάλλω]]), αυτός που έχει εγκαταλειφθεί σ' ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ευρ.· ως ουσ., <i>ἔκβολον</i>, <i>τό</i>, [[απόβλητος]], στον ίδ.· [[αλλά]], <i>ναὸς ἔκβολα</i>, κουρέλια που ξεβράστηκαν από το ναυαγισμένο [[πλοίο]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἔκβολος:''' -ον ([[ἐκβάλλω]]), αυτός που έχει εγκαταλειφθεί σ' ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ευρ.· ως ουσ., <i>ἔκβολον</i>, <i>τό</i>, [[απόβλητος]], στον ίδ.· [[αλλά]], <i>ναὸς ἔκβολα</i>, κουρέλια που ξεβράστηκαν από το ναυαγισμένο [[πλοίο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκβολος:''' [[выброшенный]], [[изгнанный]] (οἴκων Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj