κατασείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> faire tomber en ébranlant, renverser d'une secousse : οἰκοδομήματος ἐπὶ [[μέγα]] THC ébranler une grande partie d'une construction;<br /><b>2</b> secouer, agiter : τὰ ἱμάτια PLUT agiter ses vêtements (en guise de signal) ; <i>abs.</i> faire signe : τινι κατασείειν XÉN faire (de la main) signe à qqn (de se taire).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σείω]].
|btext=<b>1</b> faire tomber en ébranlant, renverser d'une secousse : οἰκοδομήματος ἐπὶ [[μέγα]] THC ébranler une grande partie d'une construction;<br /><b>2</b> secouer, agiter : τὰ ἱμάτια PLUT agiter ses vêtements (en guise de signal) ; <i>abs.</i> faire signe : τινι κατασείειν XÉN faire (de la main) signe à qqn (de se taire).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σείω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασείω''': μέλλ. -σείσω: πρκμ. -σέσεικα, Φιλήμ. ἐν «Φάσμ.» 1. Σείω δυνατά, [[σείω]] πολὺ ἢ [[τινάσσω]] τὰ δένδρα διὰ νὰ πέσωσιν οἱ ὡριμάσαντες καρποί· καὶ μεταφορ., σείων [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]], τὸ [[τεῖχος]], [[οἰκοδόμημα]] Θουκ. 2. 76· τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα Ἀρρ. Ἀν. 1. 19, 3., 2. 23, 1· σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 7· τινί τι, = τι ἐπί τινος, Φιλήμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― μεταφορ., κατ. τὰ ὦτα τοῦ ἀκροατοῦ Φιλόστρ. 621· μεταφορ., ἕως κατέσεισε, ἕως ὅτου τὸν ἔρριψε [[κάτω]] (διὰ τοῦ ποτοῦ), Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11, ἴδε Casaub. εἰς Ἀθήν. 431C «κατασείειν δ’ ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων, τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρποὺς κατασειόντων», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. 99.― Παθ., [[καταπίπτω]], Φίλων 2. 512· ἐκπλήττω, τρόμον ἐμποιῶ, Φιλόστρ. 621· κ. ὁ Θεὸς Συνέσ. 2) κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι, κινήσας τὴν χεῖρα πρὸς τὰ [[κάτω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 33· οὕτω, κ. τὰ ἱμάτια, [[ὅπως]] κάμω [[σημεῖον]], Πλουτ. Πομπ. 73·― συνηθέστερον, κατ. τῇ χειρί, [[κάμνω]] [[σημεῖον]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα ἐπιβάλω σιγήν, Πολύβ. 1. 78, 3, Ἡλιόδ. 10. 7, καὶ τὸ πλῆρες, κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 17· οὕτω, κατ. ταῖς ὀθόναις Ἡλιόδ. 9. 6· ἀπολ., κατασείειν τινί, [[κάμνω]] [[νεῦμα]] [[σημεῖον]] εἰς ἕτερον [[ὅπως]] σιωπήσῃ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 4.
|elnltext=κατασείω [κατά, σείω] schudden, doen instorten:. ἐπὶ μέγα... κατέσεισε het (oorlogswerktuig) deed (de muur) over een grote afstand instorten Thuc. 2.76.4. zwaaien, gebaren, een teken geven:. τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον zij gaven Gadatas een teken Xen. Cyr. 5.4.4; κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν hij gebaarde met de hand dat men moest zwijgen NT Act. Ap. 12.17. geneesk. behandelen door te schudden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασείω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сотрясать]], [[растрясать]], [[повреждать]], [[разрушать]]: τοῦ οἰκοδομήματος ἐπὶ [[μέγα]] κ. Thuc. разрушить большую часть сооружения;<br /><b class="num">2)</b> [[махать]], [[делать знак]] (преимущ. молчания) (κ. τῇ χειρί Polyb. и τὴν χεῖρα NT): κ. τὰ ἱμάτια Plut. махать (т. е. делать знак) одеждой;<br /><b class="num">3)</b> [[спаивать до бесчувствия]], [[поить допьяна]] Men.;<br /><b class="num">4)</b> [[делать знак рукой]] (τινί Xen.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κατασείω:''' μέλ. <i>-σείσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κουνώ]], [[σείω]], [[τινάζω]] [[δυνατά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κατασεῖσαι τὴν χεῖρα</i>, [[κουνώ]] ή κάνω [[κίνηση]] με το [[χέρι]]· ομοίως, <i>κ. τὰ ἱμάτια</i>, μέσω σινιάλου, σε Πλούτ.· [[αλλά]] επίσης, <i>κ.τῇ χειρί</i>, κάνω [[νεύμα]] με το [[χέρι]], [[χειρονομώ]], σε Καινή Διαθήκη· απόλ. <i>κατασείειν τινί</i>, κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον ως [[ένδειξη]] να σωπάσει, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατασείω:''' μέλ. <i>-σείσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κουνώ]], [[σείω]], [[τινάζω]] [[δυνατά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>κατασεῖσαι τὴν χεῖρα</i>, [[κουνώ]] ή κάνω [[κίνηση]] με το [[χέρι]]· ομοίως, <i>κ. τὰ ἱμάτια</i>, μέσω σινιάλου, σε Πλούτ.· [[αλλά]] επίσης, <i>κ.τῇ χειρί</i>, κάνω [[νεύμα]] με το [[χέρι]], [[χειρονομώ]], σε Καινή Διαθήκη· απόλ. <i>κατασείειν τινί</i>, κάνω [[νεύμα]] σε κάποιον ως [[ένδειξη]] να σωπάσει, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασείω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сотрясать]], [[растрясать]], [[повреждать]], [[разрушать]]: τοῦ οἰκοδομήματος ἐπὶ [[μέγα]] κ. Thuc. разрушить большую часть сооружения;<br /><b class="num">2)</b> [[махать]], [[делать знак]] (преимущ. молчания) (κ. τῇ χειρί Polyb. и τὴν χεῖρα NT): κ. τὰ ἱμάτια Plut. махать (т. е. делать знак) одеждой;<br /><b class="num">3)</b> [[спаивать до бесчувствия]], [[поить допьяна]] Men.;<br /><b class="num">4)</b> [[делать знак рукой]] (τινί Xen.).
|lstext='''κατασείω''': μέλλ. -σείσω: πρκμ. -σέσεικα, Φιλήμ. ἐν «Φάσμ.» 1. Σείω δυνατά, [[σείω]] πολὺ ἢ [[τινάσσω]] τὰ δένδρα διὰ νὰ πέσωσιν οἱ ὡριμάσαντες καρποί· καὶ μεταφορ., σείων [[καταρρίπτω]], [[καταβάλλω]], τὸ [[τεῖχος]], [[οἰκοδόμημα]] Θουκ. 2. 76· τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα Ἀρρ. Ἀν. 1. 19, 3., 2. 23, 1· σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 7· τινί τι, = τι ἐπί τινος, Φιλήμ. ἔνθ’ ἀνωτέρω·― μεταφορ., κατ. τὰ ὦτα τοῦ ἀκροατοῦ Φιλόστρ. 621· μεταφορ., ἕως κατέσεισε, ἕως ὅτου τὸν ἔρριψε [[κάτω]] (διὰ τοῦ ποτοῦ), Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 11, ἴδε Casaub. εἰς Ἀθήν. 431C «κατασείειν δ’ ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων, τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρποὺς κατασειόντων», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. 99.― Παθ., [[καταπίπτω]], Φίλων 2. 512· ἐκπλήττω, τρόμον ἐμποιῶ, Φιλόστρ. 621· κ. ὁ Θεὸς Συνέσ. 2) κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι, κινήσας τὴν χεῖρα πρὸς τὰ [[κάτω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 33· οὕτω, κ. τὰ ἱμάτια, [[ὅπως]] κάμω [[σημεῖον]], Πλουτ. Πομπ. 73·― συνηθέστερον, κατ. τῇ χειρί, [[κάμνω]] [[σημεῖον]] διὰ τῆς χειρὸς ἵνα ἐπιβάλω σιγήν, Πολύβ. 1. 78, 3, Ἡλιόδ. 10. 7, καὶ τὸ πλῆρες, κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 17· οὕτω, κατ. ταῖς ὀθόναις Ἡλιόδ. 9. 6· ἀπολ., κατασείειν τινί, [[κάμνω]] [[νεῦμα]] ἢ [[σημεῖον]] εἰς ἕτερον [[ὅπως]] σιωπήσῃ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=κατασείω [κατά, σείω] schudden, doen instorten:. ἐπὶ μέγα... κατέσεισε het (oorlogswerktuig) deed (de muur) over een grote afstand instorten Thuc. 2.76.4. zwaaien, gebaren, een teken geven:. τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον zij gaven Gadatas een teken Xen. Cyr. 5.4.4; κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν hij gebaarde met de hand dat men moest zwijgen NT Act. Ap. 12.17. geneesk. behandelen door te schudden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj