κύαθος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 17: Line 17:
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύᾰθος''': , (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
|elnltext=κύαθος -ου, ὁ [κύαρ] (maat)beker; om wijn mee te scheppen:; ἀρύσαντες τῷ κυάθῳ na geschept te hebben met de beker Xen. Cyr. 1.3.9; geneesk. kop (van metaal om op een kneuzing aan te brengen):; κύαθον αἰτήσεις τάχα je zult snel om een kop vragen (om de pijn te stillen) Aristoph. Lys. 444; als maat eenheid:. κύαθον εἰρήνης ἕνα een enkel bekertje vrede Aristoph. Ach. 1053.
}}
{{elru
|elrutext='''κύᾰθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[чашка]], [[ковш]], [[кружка]], Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[медицинская банка]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[киат]] (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κόγχαι или 4 μύστρα, т. е. 0.0456 л) Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 29:
|lsmtext='''κύᾰθος:''' ὁ ([[κύω]]),<br /><b class="num">I.</b> κύπελο για την [[άντληση]] κρασιού από τον <i>κρατήρα</i> ή τη [[γαβάθα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βεντούζα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κύᾰθος:''' ὁ ([[κύω]]),<br /><b class="num">I.</b> κύπελο για την [[άντληση]] κρασιού από τον <i>κρατήρα</i> ή τη [[γαβάθα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[βεντούζα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύᾰθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[чашка]], [[ковш]], [[кружка]], Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[медицинская банка]] Arph., Arst.;<br /><b class="num">3)</b> [[киат]] (мера жидкостей и сыпучих тел, равная 2 κόγχαι или 4 μύστρα, т. е. 0.0456 л) Plut.
|lstext='''κύᾰθος''': , (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
}}
{{elnl
|elnltext=κύαθος -ου, ὁ [κύαρ] (maat)beker; om wijn mee te scheppen:; ἀρύσαντες τῷ κυάθῳ na geschept te hebben met de beker Xen. Cyr. 1.3.9; geneesk. kop (van metaal om op een kneuzing aan te brengen):; κύαθον αἰτήσεις τάχα je zult snel om een kop vragen (om de pijn te stillen) Aristoph. Lys. 444; als maat eenheid:. κύαθον εἰρήνης ἕνα een enkel bekertje vrede Aristoph. Ach. 1053.
}}
}}
{{etym
{{etym