3,274,447
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]]. | |btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σαρδάνιος -α -ον, later σαρδώνιος [Σαρδώ] sardonisch, bitter, boosaardig (steeds van lachen of grijnzen):. μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον inwendig lachte hij boosaardig Od. 20.302. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ. | |lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic). | |mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic). | ||
}} | }} |