στρατιωτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne le soldat, de soldat ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ στρατιωτικόν (<i>s.e.</i> [[πλῆθος]]) l'armée, la soldatesque ; <i>ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) la paye du soldat, la solde;<br /><b>2</b> τὰ στρατιωτικά (<i>s.e.</i> ἔργα) les exercices du soldat;<br /><b>II.</b> propre au métier de soldat ; στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] XÉN âge du service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατιώτης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne le soldat, de soldat ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ στρατιωτικόν (<i>s.e.</i> [[πλῆθος]]) l'armée, la soldatesque ; <i>ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) la paye du soldat, la solde;<br /><b>2</b> τὰ στρατιωτικά (<i>s.e.</i> ἔργα) les exercices du soldat;<br /><b>II.</b> propre au métier de soldat ; στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] XÉN âge du service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατιώτης]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83.
|elnltext=στρατιωτικός -ή -όν [στρατιά] soldaten-, van soldaten:; ἔκπωμα στρατιωτικόν soldatenbeker Critias B 34; σ. ἡλικία leeftijd voor militaire dienst Xen. Cyr. 6.2.37; σ. γένη soldatenvolkeren Aristot. Pol. 1269b25; subst..; τὸ στρατιωτικόν de soldaten Thuc. 8.83.3; subst. τὰ στρατιωτικά krijgszaken:; τὰ στρατιωτικὰ γιγνώσκεις je hebt verstand van krijgszaken Plat. Ion 540e; oorlogsbudget:; Dem. 19.291; adv. στρατιωτικῶς soldatesk, op de manier van soldaten, op militaire wijze, comp.. στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι eerder voorbereid op de wijze van een landleger (en niet van een vloot) Thuc. 2.83.3.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτιωτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[солдатский]] (οἰκήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[предназначенный для ведения войны]], [[военный]] (χρήματα Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[военнообязанный]], [[годный для военной службы]] ([[ἡλικία]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[воинственный]] (γένη Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρᾰτιωτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατιώτες, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[ἀργύριον]]), [[μισθός]] στρατιωτών, σε Δημ.· [[αλλά]], <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[πλῆθος]]), στρατιώτες, [[στράτευμα]], σε Θουκ.· <i>τὰ στρατιωτικὰ</i> (ενν. <i>πράγματα</i>), στρατιωτικές υποθέσεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιώτη, [[στρατιωτικός]]· στρατιωτικὴ [[ἡλικία]], κατάλληλη [[ηλικία]] για [[στράτευση]], [[ηλικία]] στρατεύσιμου νέου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], <i>γένη</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., με τον τρόπο του στρατιώτη, όπως ο [[στρατιώτης]], με [[πειθαρχία]], σε Ισοκρ.· λέγεται για πλοία, <i>στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι</i>, εξοπλισμένα [[μάλλον]] για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών [[παρά]] για [[ναυμαχία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''στρᾰτιωτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε στρατιώτες, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[ἀργύριον]]), [[μισθός]] στρατιωτών, σε Δημ.· [[αλλά]], <i>τὸ στρατιωτικόν</i> (ενν. [[πλῆθος]]), στρατιώτες, [[στράτευμα]], σε Θουκ.· <i>τὰ στρατιωτικὰ</i> (ενν. <i>πράγματα</i>), στρατιωτικές υποθέσεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιώτη, [[στρατιωτικός]]· στρατιωτικὴ [[ἡλικία]], κατάλληλη [[ηλικία]] για [[στράτευση]], [[ηλικία]] στρατεύσιμου νέου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμοχαρής]], <i>γένη</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., με τον τρόπο του στρατιώτη, όπως ο [[στρατιώτης]], με [[πειθαρχία]], σε Ισοκρ.· λέγεται για πλοία, <i>στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι</i>, εξοπλισμένα [[μάλλον]] για τη [[μεταφορά]] στρατιωτών [[παρά]] για [[ναυμαχία]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρᾰτιωτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[солдатский]] (οἰκήσεις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[предназначенный для ведения войны]], [[военный]] (χρήματα Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[военнообязанный]], [[годный для военной службы]] ([[ἡλικία]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[воинственный]] (γένη Arst.).
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατιωτικός -ή -όν [στρατιά] soldaten-, van soldaten:; ἔκπωμα στρατιωτικόν soldatenbeker Critias B 34; σ. ἡλικία leeftijd voor militaire dienst Xen. Cyr. 6.2.37; σ. γένη soldatenvolkeren Aristot. Pol. 1269b25; subst..; τὸ στρατιωτικόν de soldaten Thuc. 8.83.3; subst. τὰ στρατιωτικά krijgszaken:; τὰ στρατιωτικὰ γιγνώσκεις je hebt verstand van krijgszaken Plat. Ion 540e; oorlogsbudget:; Dem. 19.291; adv. στρατιωτικῶς soldatesk, op de manier van soldaten, op militaire wijze, comp.. στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι eerder voorbereid op de wijze van een landleger (en niet van een vloot) Thuc. 2.83.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτιωτικός, ή, όν [from στρᾰτιώτης]<br /><b class="num">I.</b> of or for soldiers, Xen., etc.:— τὸ στρ. (sc. [[ἀργύριον]]) the pay of the forces, Dem.; but, τὸ στρ. (sc. πλῆθοσ) the [[soldiery]], Thuc.; τὰ στρατιωτικά (sc. πράγματἀ [[military]] affairs, Xen.<br /><b class="num">2.</b> fit for a [[soldier]], [[military]], στρ. [[ἡλικία]] the [[military]] age, Xen.<br /><b class="num">3.</b> [[warlike]], soldierlike, γένη Arist.<br /><b class="num">II.</b> adv. like a [[soldier]], Isocr.:—of ships, στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι equipped [[rather]] as [[troop]]-ships [[than]] for [[battle]], Thuc.
|mdlsjtxt=στρᾰτιωτικός, ή, όν [from στρᾰτιώτης]<br /><b class="num">I.</b> of or for soldiers, Xen., etc.:— τὸ στρ. (sc. [[ἀργύριον]]) the pay of the forces, Dem.; but, τὸ στρ. (sc. πλῆθοσ) the [[soldiery]], Thuc.; τὰ στρατιωτικά (sc. πράγματἀ [[military]] affairs, Xen.<br /><b class="num">2.</b> fit for a [[soldier]], [[military]], στρ. [[ἡλικία]] the [[military]] age, Xen.<br /><b class="num">3.</b> [[warlike]], soldierlike, γένη Arist.<br /><b class="num">II.</b> adv. like a [[soldier]], Isocr.:—of ships, στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι equipped [[rather]] as [[troop]]-ships [[than]] for [[battle]], Thuc.
}}
}}