3,274,921
edits
m (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Krieger od. Soldaten gehörig; [[ὅρκος]] στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, [[ἡλικία]], Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. [[πλῆθος]], die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der θεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνθιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Krieger od. Soldaten gehörig; [[ὅρκος]] στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, [[ἡλικία]], Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. [[πλῆθος]], die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der θεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνθιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne le soldat, de soldat ; <i>subst.</i> :<br /><b>1</b> τὸ στρατιωτικόν (<i>s.e.</i> [[πλῆθος]]) l'armée, la soldatesque ; <i>ou</i> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) la paye du soldat, la solde;<br /><b>2</b> τὰ στρατιωτικά (<i>s.e.</i> ἔργα) les exercices du soldat;<br /><b>II.</b> propre au métier de soldat ; στρατιωτικὴ [[ἡλικία]] XÉN âge du service militaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρατιώτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83. | |lstext='''στρᾰτιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, οἰκήσεις Πλάτ. Πολ. 415Ε· σκηνὴ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39, κτλ.· [[ὅρκος]] Διον. Ἁλ. 6. 23· χρήματα Δημ. 14. 18· - τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[ἀργύριον]]), ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν, Δημ. 167. 16· [[ἀλλά]], τὸ στρατιωτικὸν (ἐξυπακ. [[πλῆθος]]), οἱ στρατιῶται, Θουκ. 8. 83· τὰ στρατιωτικὰ (ἐξυπακ. ἔργα, πράγματα), στρατιωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Ἴων. 540Ε, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22.<br /> ΙΙ. ὁ ἁρμόζων εἰς στρατιώτην, ὡς τὸ [[στρατεύσιμος]], στρ. [[ἡλικία]] [[αὐτόθι]] 6. 2, 37· φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικὸν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.<br />ΙΙΙ. [[πολεμικός]], [[φιλοπόλεμος]], ἐμπρέπων στρατιώτῃ, ἀρειμάνιος, γένη Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 7, πρβλ. Πολύβ. 23. 17, 3, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], [[αὐτόθι]] 10. 4· ἀλλὰ καὶ τοῦ [[στρατηγικός]], ὁ αὐτ. 3. 105, 9. Β. Ἐπίρρ., ὡς [[στρατιώτης]], στρατιωτικῶς ζῆν Ἰσοκρ. 248Ε· ὡς [[ἄξεστος]] [[στρατιώτης]], ἀγροίκως, κτηνωδῶς, Πολύβ. 22. 21, 6. 2) ἐπὶ πλοίων στρατιωτικότερον παρεσκευασμένοι, [[μᾶλλον]] πρὸς μεταφορὰν στρατιωτῶν ἢ πρὸς ναυμαχίαν, Θουκ. 2. 83. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |