διασπουδάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]].
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διασπουδάζω:''' тж. med. прилагать усилия, стараться, хлопотать (med. μὴ ποιεῖν τι Dem.): τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; Dem. что было предметом наибольших забот всего законодательства?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασπουδάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]] με ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με [[θέρμη]] και ζήλο ή φροντίζομαι με [[προσοχή]], <i>τίμάλιστα διεσπούδαστο;</i>· ο Δημ., επίσης χρησιμοποιεί το <i>διεσπούδασται</i> με Ενεργ. [[σημασία]].
|lsmtext='''διασπουδάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]] με ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με [[θέρμη]] και ζήλο ή φροντίζομαι με [[προσοχή]], <i>τίμάλιστα διεσπούδαστο;</i>· ο Δημ., επίσης χρησιμοποιεί το <i>διεσπούδασται</i> με Ενεργ. [[σημασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''διασπουδάζω:''' тж. med. прилагать усилия, стараться, хлопотать (med. μὴ ποιεῖν τι Dem.): τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; Dem. что было предметом наибольших забот всего законодательства?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to do [[zealously]]: Pass. to be [[anxiously]] done or looked to, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Dem., who also uses διεσπούδασται in act. [[sense]].
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to do [[zealously]]: Pass. to be [[anxiously]] done or looked to, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Dem., who also uses διεσπούδασται in act. [[sense]].
}}
}}