Anonymous

διασπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, [[ὅπως]] μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ [[λαβεῖν]] ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις [[μεγάλως]] διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, [[ὅπως]] μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ [[λαβεῖν]] ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις [[μεγάλως]] διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπουδάζω''': ἀσχολοῦμαι εἴς τι μετὰ ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., μετὰ ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι [[ζηλωτής]], [[περί]] τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. [[ἀντιπαραγγέλλω]], [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
|lstext='''διασπουδάζω''': ἀσχολοῦμαι εἴς τι μετὰ ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., μετὰ ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι [[ζηλωτής]], [[περί]] τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. [[ἀντιπαραγγέλλω]], [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml