3,273,762
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]]. | |btext=<b>1</b> se donner du mal, s'appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασπουδάζω:''' тж. med. прилагать усилия, стараться, хлопотать (med. μὴ ποιεῖν τι Dem.): τί [[μάλιστα]] ἐν ἅπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; Dem. что было предметом наибольших забот всего законодательства? | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασπουδάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]] με ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με [[θέρμη]] και ζήλο ή φροντίζομαι με [[προσοχή]], <i>τίμάλιστα διεσπούδαστο;</i>· ο Δημ., επίσης χρησιμοποιεί το <i>διεσπούδασται</i> με Ενεργ. [[σημασία]]. | |lsmtext='''διασπουδάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]] με ενθουσιασμό — Παθ., πραγματοποιούμαι με [[θέρμη]] και ζήλο ή φροντίζομαι με [[προσοχή]], <i>τίμάλιστα διεσπούδαστο;</i>· ο Δημ., επίσης χρησιμοποιεί το <i>διεσπούδασται</i> με Ενεργ. [[σημασία]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to do [[zealously]]: Pass. to be [[anxiously]] done or looked to, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Dem., who also uses διεσπούδασται in act. [[sense]]. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to do [[zealously]]: Pass. to be [[anxiously]] done or looked to, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Dem., who also uses διεσπούδασται in act. [[sense]]. | ||
}} | }} |