μέλλω: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἔμελλον, <i>att.</i> [[ἤμελλον]], <i>f.</i> [[μελλήσω]], <i>ao.</i> ἐμέλλησα, <i>rar.</i> ἠμέλλησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> être sur le point de : οἰκόνδε νέεσθαι OD être sur le point de retourner dans sa patrie ; δῃώσειν τὴν γῆν THC être sur le point de ravager le territoire ; [[τι]] παθεῖν XÉN être sur le point de souffrir qch ; <i>qqf avec l'inf. s.-e.</i> : ὅ [[τι]] μέλλετε εὐθὺς πράττετε THC ce que vous êtes sur le point de faire, <i>ou</i> ce que vous avez l'intention de faire, faites-le tout de suite;<br /><b>II. 1</b> être en situation de, être destiné à, devoir : ἅ ῥ’ [[οὐ]] τελέεσθαι ἔμελλε IL choses qui ne devaient point s'accomplir ; καὶ γὰρ [[ἐγώ]] ποτ’ ἔμελλον [[ἐν]] ἀνδράσιν [[ὄλβιος]] [[εἶναι]] OD car j’étais destiné à être heureux parmi les hommes ; [[τί]] δ’ [[οὐκ]] ἔμελλον (<i>en s.-e. un verbe exprimé précédemment</i>) SOPH pourquoi non ? sans contredit ; χρόνῳ ἔμελλέ σ’ ἀποφθίσαι SOPH avec le temps il devait te faire périr ; <i>en ce sens il équivaut qqf à notre</i> « il se peut que, peut-être » : μέλλεις δὲ σὺ [[ἴδμεναι]] OD tu dois le savoir, peut-être le sais-tu;<br /><b>2</b> être à venir, devoir arriver : <i>abs.</i> ἔμελλε SOPH cela devait être, cela était à prévoir ; τὸ μέλλον [[ἔστω]] SOPH que ce qui doit arriver s'accomplisse ; ὁ μέλλων [[χρόνος]], le temps à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur ; τὸ μέλλον, l'avenir, le temps <i>ou</i> les choses à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur;<br /><b>III.</b> hésiter, différer, tarder : [[τί]] μέλλεις ; ESCHL que tardes-tu ? avec μὴ [[οὐ]] : μ. μὴ [[οὐ]] SOPH tarder à, différer de ; <i>Pass.</i> τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται THC vos plus fortes ressources sont des espérances dans l'avenir ; [[ὡς]] μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα XÉN pour que l'on achevât sans différer ce que l'on devait faire.<br />'''Étymologie:''' R. Μερ, attendre ; cf. mora.
|btext=<i>impf.</i> ἔμελλον, <i>att.</i> [[ἤμελλον]], <i>f.</i> [[μελλήσω]], <i>ao.</i> ἐμέλλησα, <i>rar.</i> ἠμέλλησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> être sur le point de : οἰκόνδε νέεσθαι OD être sur le point de retourner dans sa patrie ; δῃώσειν τὴν γῆν THC être sur le point de ravager le territoire ; [[τι]] παθεῖν XÉN être sur le point de souffrir qch ; <i>qqf avec l'inf. s.-e.</i> : ὅ [[τι]] μέλλετε εὐθὺς πράττετε THC ce que vous êtes sur le point de faire, <i>ou</i> ce que vous avez l'intention de faire, faites-le tout de suite;<br /><b>II. 1</b> être en situation de, être destiné à, devoir : ἅ ῥ’ [[οὐ]] τελέεσθαι ἔμελλε IL choses qui ne devaient point s'accomplir ; καὶ γὰρ [[ἐγώ]] ποτ’ ἔμελλον [[ἐν]] ἀνδράσιν [[ὄλβιος]] [[εἶναι]] OD car j’étais destiné à être heureux parmi les hommes ; [[τί]] δ’ [[οὐκ]] ἔμελλον (<i>en s.-e. un verbe exprimé précédemment</i>) SOPH pourquoi non ? sans contredit ; χρόνῳ ἔμελλέ σ’ ἀποφθίσαι SOPH avec le temps il devait te faire périr ; <i>en ce sens il équivaut qqf à notre</i> « il se peut que, peut-être » : μέλλεις δὲ σὺ [[ἴδμεναι]] OD tu dois le savoir, peut-être le sais-tu;<br /><b>2</b> être à venir, devoir arriver : <i>abs.</i> ἔμελλε SOPH cela devait être, cela était à prévoir ; τὸ μέλλον [[ἔστω]] SOPH que ce qui doit arriver s'accomplisse ; ὁ μέλλων [[χρόνος]], le temps à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur ; τὸ μέλλον, l'avenir, le temps <i>ou</i> les choses à venir ; <i>t. de gramm.</i> le futur;<br /><b>III.</b> hésiter, différer, tarder : [[τί]] μέλλεις ; ESCHL que tardes-tu ? avec μὴ [[οὐ]] : μ. μὴ [[οὐ]] SOPH tarder à, différer de ; <i>Pass.</i> τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται THC vos plus fortes ressources sont des espérances dans l'avenir ; [[ὡς]] μὴ μέλλοιτο ἀλλὰ περαίνοιτο τὰ δέοντα XÉN pour que l'on achevât sans différer ce que l'on devait faire.<br />'''Étymologie:''' R. Μερ, attendre ; cf. mora.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλλω:''' (атт. impf. [[ἤμελλον]], fut. [[μελλήσω]], aor. [[ἐμέλλησα]] - атт. ἠμέλλησα)<br /><b class="num">1)</b> [[намереваться]], [[собираться]], [[быть готовым]]: ὣς ἄρ᾽ ἔμελλον [[θησέμεναι]] Hom. вот так решили они устроить; τοιάνδε πάλην μέλλει [[Ὀρέστης]] ἅψειν Aesch. в этот бой Орест намерен вступить; ὅ τι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε Thuc. то, что вы собираетесь (делать), делайте сейчас же;<br /><b class="num">2)</b> [[предстоять]], [[надлежать]], [[быть необходимым]] (неизбежным, должным, очевидным): ἃ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον Hom. то, чему не суждено было сбыться; [[ὅπερ]] [[μέλλω]] [[παθεῖν]] Aesch. то, что мне предстоит вынести; ὁ μέλλων (sc. [[χρόνος]]) Pind., Aesch., Plat. предстоящее, будущее; ἡ μέλλουσα [[πόλις]] Plat. будущий город; περὶ τρίποδος ἔμελλον θεύσεσθαι Hom. они должны были состязаться из-за треножника; ἔμελλε Soph. так и должно было случиться; μέλλεις δὲ σὺ [[ἴδμεναι]] Hom. ты, очевидно, знаешь (это); εἰ δ᾽ [[οὕτω]] τοῦτ᾽ ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει [[φίλον]] εἶναι Hom. если это так обстоит, стало быть так мне угодно; [[πῶς]] γὰρ (или τί δ᾽) οὐ μέλλει; Plat. почему же бы не так?; ἔμελλε τελευτᾶν NT он был при смерти (см. тж. [[μέλλον]]);<br /><b class="num">3)</b> [[медлить]], [[колебаться]], [[тянуть]], [[откладывать]]: τί μέλλεις; Aesch., NT чего ты медлишь?; μὴ μέλλωμεν …, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα Xen. не станем медлить …, чтобы не затянулись нужные дела.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλλω:''' παρατ. <i>ἔμελλον</i> ή [[ἤμελλον]], Επικ. <i>[[μέλλον]]</i>, Ιων. <i>μέλλεσκον</i>, μέλ. [[μελλήσω]], αόρ. αʹ [[ἐμέλλησα]] — Παθ., βλ. κατωτ. III.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[προτίθεμαι]] να κάνω, ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]], με απαρ., [[κυρίως]] απαρ. μέλ., <i>τάχ' ἔμελλε δώσειν</i>, ήταν [[μόλις]] [[έτοιμος]] να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· [[συχνά]] με το οὐκ [[ἄρα]], όπως, <i>οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν;</i> δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι [[έτοιμος]] να κάνω [[κάτι]] (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], <i>τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον</i>, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν [[οἶκος]] ἀφνειὸς [[ἔμμεναι]], το [[σπίτι]] ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν</i>, εάν ήμαστε σε [[θέση]] να αναφέρουμε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]] μια [[βεβαιότητα]], [[μέλλω]] ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει [[αμάρτημα]] [[έναντι]] των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τονίζω]] μια [[πιθανότητα]], όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' [[ἀκουέμεν]], είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις [[ἴδμεναι]], πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' [[ἆρα]] πάντες ἀνασείειν βοήν, [[επιπλέον]], δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) [[βοή]], θα ψηφίσετε δια βοής [[υποταγή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τονίζω]] μια απλή [[πρόθεση]] για [[κάτι]], έχω [[πάντοτε]] την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[ποτέ]] να το κάνω, και έτσι [[καθυστερώ]], [[αναβάλλω]], [[διστάζω]], έχω ενδοιασμούς, [[κυρίως]] με απαρ. ενεστ., <i>τί μέλλομεν χωρεῖν;</i> σε Σοφ.· [[συχνά]] ακολουθ. από το <i>μὴ οὐ</i> ή <i>μή</i>, <i>τί μέλλομεν μὴ πράσσειν;</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέλλω]] [[συχνά]] υφίσταται [[χωρίς]] το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας [[αὐτοῦ]]; (απάντ.): τί δ' οὐ [[μέλλω]]; [[γιατί]] δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι [[σίγουρος]] ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· <i>οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε</i> (ενν. [[παθεῖν]]), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το [[μέλλω]] φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, <i>τὸ μέλλειν ἀγαθά</i> (ενν. <i>πράσσειν</i>), [[προσδοκία]] για [[καλά]] πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. <i>[[μέλλων]]</i> [[χωρίς]] απαρ. (όπου το [[εἶναι]] ή το <i>[[γίγνεσθαι]]</i> είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ [[μέλλων]] [[χρόνος]], ὁ [[μελλοντικός]] [[χρόνος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ιδίως]] στο ουδ., τὸ [[μέλλον]]</i>, <i>τὰ μέλλοντα</i>, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, [[συμβάν]], [[ζήτημα]], το [[μέλλον]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., <i>τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται</i>, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> το <i>μέλλομαι</i> ως Παθ., <i>ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα</i>, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
|lsmtext='''μέλλω:''' παρατ. <i>ἔμελλον</i> ή [[ἤμελλον]], Επικ. <i>[[μέλλον]]</i>, Ιων. <i>μέλλεσκον</i>, μέλ. [[μελλήσω]], αόρ. αʹ [[ἐμέλλησα]] — Παθ., βλ. κατωτ. III.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[προτίθεμαι]] να κάνω, ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]], με απαρ., [[κυρίως]] απαρ. μέλ., <i>τάχ' ἔμελλε δώσειν</i>, ήταν [[μόλις]] [[έτοιμος]] να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· [[συχνά]] με το οὐκ [[ἄρα]], όπως, <i>οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν;</i> δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι [[έτοιμος]] να κάνω [[κάτι]] (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], <i>τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον</i>, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν [[οἶκος]] ἀφνειὸς [[ἔμμεναι]], το [[σπίτι]] ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν</i>, εάν ήμαστε σε [[θέση]] να αναφέρουμε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]] μια [[βεβαιότητα]], [[μέλλω]] ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει [[αμάρτημα]] [[έναντι]] των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τονίζω]] μια [[πιθανότητα]], όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' [[ἀκουέμεν]], είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις [[ἴδμεναι]], πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' [[ἆρα]] πάντες ἀνασείειν βοήν, [[επιπλέον]], δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) [[βοή]], θα ψηφίσετε δια βοής [[υποταγή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τονίζω]] μια απλή [[πρόθεση]] για [[κάτι]], έχω [[πάντοτε]] την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[ποτέ]] να το κάνω, και έτσι [[καθυστερώ]], [[αναβάλλω]], [[διστάζω]], έχω ενδοιασμούς, [[κυρίως]] με απαρ. ενεστ., <i>τί μέλλομεν χωρεῖν;</i> σε Σοφ.· [[συχνά]] ακολουθ. από το <i>μὴ οὐ</i> ή <i>μή</i>, <i>τί μέλλομεν μὴ πράσσειν;</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέλλω]] [[συχνά]] υφίσταται [[χωρίς]] το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας [[αὐτοῦ]]; (απάντ.): τί δ' οὐ [[μέλλω]]; [[γιατί]] δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι [[σίγουρος]] ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· <i>οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε</i> (ενν. [[παθεῖν]]), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το [[μέλλω]] φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, <i>τὸ μέλλειν ἀγαθά</i> (ενν. <i>πράσσειν</i>), [[προσδοκία]] για [[καλά]] πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. <i>[[μέλλων]]</i> [[χωρίς]] απαρ. (όπου το [[εἶναι]] ή το <i>[[γίγνεσθαι]]</i> είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ [[μέλλων]] [[χρόνος]], ὁ [[μελλοντικός]] [[χρόνος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ιδίως]] στο ουδ., τὸ [[μέλλον]]</i>, <i>τὰ μέλλοντα</i>, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, [[συμβάν]], [[ζήτημα]], το [[μέλλον]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., <i>τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται</i>, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> το <i>μέλλομαι</i> ως Παθ., <i>ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα</i>, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλλω:''' (атт. impf. [[ἤμελλον]], fut. [[μελλήσω]], aor. [[ἐμέλλησα]] - атт. ἠμέλλησα)<br /><b class="num">1)</b> [[намереваться]], [[собираться]], [[быть готовым]]: ὣς ἄρ᾽ ἔμελλον [[θησέμεναι]] Hom. вот так решили они устроить; τοιάνδε πάλην μέλλει [[Ὀρέστης]] ἅψειν Aesch. в этот бой Орест намерен вступить; ὅ τι μέλλετε, εὐθὺς πράττετε Thuc. то, что вы собираетесь (делать), делайте сейчас же;<br /><b class="num">2)</b> [[предстоять]], [[надлежать]], [[быть необходимым]] (неизбежным, должным, очевидным): ἃ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον Hom. то, чему не суждено было сбыться; [[ὅπερ]] [[μέλλω]] [[παθεῖν]] Aesch. то, что мне предстоит вынести; ὁ μέλλων (sc. [[χρόνος]]) Pind., Aesch., Plat. предстоящее, будущее; ἡ μέλλουσα [[πόλις]] Plat. будущий город; περὶ τρίποδος ἔμελλον θεύσεσθαι Hom. они должны были состязаться из-за треножника; ἔμελλε Soph. так и должно было случиться; μέλλεις δὲ σὺ [[ἴδμεναι]] Hom. ты, очевидно, знаешь (это); εἰ δ᾽ [[οὕτω]] τοῦτ᾽ ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει [[φίλον]] εἶναι Hom. если это так обстоит, стало быть так мне угодно; [[πῶς]] γὰρ (или τί δ᾽) οὐ μέλλει; Plat. почему же бы не так?; ἔμελλε τελευτᾶν NT он был при смерти (см. тж. [[μέλλον]]);<br /><b class="num">3)</b> [[медлить]], [[колебаться]], [[тянуть]], [[откладывать]]: τί μέλλεις; Aesch., NT чего ты медлишь?; μὴ μέλλωμεν …, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα Xen. не станем медлить …, чтобы не затянулись нужные дела.
}}
}}
{{etym
{{etym