3,244,152
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόχθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тяжелый труд]], [[мучительное усилие]]: [[μάτην]] ὁ μ.! Aesch. напрасный труд!;<br /><b class="num">2)</b> [[страдание]], [[терзание]], [[мука]] (μόχθῳ [[λωβατός]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου). | |lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |