Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόχθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ (vgl. [[μόγος]], verwandt mit [[ἄχθος]] u. [[ὄχθος]]), Anstrengung, [[Mühe]]; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; [[μάτην]] ὁ [[μόχθος]], Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ [[μόχθος]] θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, [[Elend]], μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; [[τλάμων]] ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι [[μόχθος]] οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. [[πόνος]] u. [[κακοπάθεια]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ (vgl. [[μόγος]], verwandt mit [[ἄχθος]] u. [[ὄχθος]]), Anstrengung, [[Mühe]]; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχθων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχθον, P. 2, 30, μόχθον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον, I. 7, 11, μόχθων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; [[μάτην]] ὁ [[μόχθος]], Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ [[μόχθος]] θάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, [[Elend]], μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; [[τλάμων]] ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχθῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς θανοῦσι [[μόχθος]] οὐ προσγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. [[πόνος]] u. [[κακοπάθεια]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]).
|lstext='''μόχθος''': ὁ, = τῷ Ὁμηρικῷ [[μόγος]], [[κόπος]], [[ἔργον]] [[βαρύ]], [[ταλαιπωρία]], [[θλῖψις]], ἀνησυχία, πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Τραγ., οἵτινες [[ὡσαύτως]] χρῶνται τῇ λέξει ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίαι, κακοπάθειαι, βάσανα, Αἰσχύλ. Πρ. 541, κτλ.· ἐπὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους, Σοφ. Τρ. 1101, 1170· μ. τέκνων, [[ὑπὲρ]] τῶν τέκνων, Εὐρ. Μήδ. 1261· μόχθον ἔχειν [[ἀμφί]] τινι Ἐπίγραμμ. παρ’ Αἰσχίν. 80. 17· μ. γραφίδος, ἐπὶ εἰκόνος, Ἀνθ. Πλαν. 178. - τὸ [[μοχθέω]], [[μόχθος]] δὲν [[εἶναι]] συνήθη παρὰ τοῖς πεζογράφοις, καὶ τοῦτο [[εἶναι]] μία τῶν διαφορῶν ἀπὸ τοῦ [[πονέω]], [[πόνος]]. Προσέτι ἂν καὶ ἀμφότερα κεῖνται ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ταλαιπωρίας, [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] αὕτη ἀνήκει [[κυρίως]] εἰς τὸ [[μόχθος]] (ἐκ τοῦ [[μογέω]], [[μόγος]], πρβλ. [[ἄχθος]]), ἐν ᾧ τὸ [[πόνος]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] κόπον, [[ἔργον]] κοπῶδες, ἐργασίαν, Λατ. labor (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ [[πένομαι]] [[πένης]], = ἡ τοῦ πένητος [[μοῖρα]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />peine, travail, fatigue.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, souffrir ; cf. [[μόγις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater