πιττάκιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0621.png Seite 621]] τό, lat. pittacium, 1) ein Läppchen, Stückchen Leder, mit Salbe zu bestreichen u. auf Wunden od. sonst kranke Theile des Leibes zu legen, wofür man auch [[πεττύκια]] geschrieben findet, Piers. Moer. p. 306; B. A. 112. – 2) ein Blatt aus der Schreibtafel; Pol. 31, 21, 9; D. L. 6, 89 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0621.png Seite 621]] τό, lat. pittacium, 1) ein Läppchen, Stückchen Leder, mit Salbe zu bestreichen u. auf Wunden od. sonst kranke Theile des Leibes zu legen, wofür man auch [[πεττύκια]] geschrieben findet, Piers. Moer. p. 306; B. A. 112. – 2) ein Blatt aus der Schreibtafel; Pol. 31, 21, 9; D. L. 6, 89 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''πιττάκιον:''' (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] της προορισμένης για [[γραφή]] πινακίδας, [[πινάκιο]], δελτάριο<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) πινάκια [[κατάλληλα]] για [[γραφή]] τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες της πρωτεύουσας ή τών επαρχιών είχαν το [[δικαίωμα]] να τοποθετούν τις αναφορές τους για διάφορα θέματα [[προς]] τον αυτοκράτορα, ο [[οποίος]], [[αφού]] ενημερωνόταν από τις υπηρεσίες του παλατιού [[κατά]] [[περίπτωση]], έδινε τη δέουσα [[απάντηση]] στα αιτήματα ή στις καταγγελίες<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> πατριαρχική ή και απλή αρχιερατική [[επιστολή]] η οποία αναφερόταν στην οποιαδήποτε [[μεταβολή]] της κατάστασης τών κληρικών, όπως λ.χ. [[προαγωγή]], [[διάκριση]], [[τιμωρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]], [[ετικέτα]]<br /><b>2.</b> υποσχετικό [[έγγραφο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γραπτό [[μήνυμα]] («γράψας βραχὺ [[πιττάκιον]] καὶ σφραγισάμενος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαβατήριο]]<br /><b>3.</b> χρεωστικό [[γραμμάτιο]], ομόλογο<br /><b>4.</b> λογιστικό [[βιβλίο]], [[κατάστιχο]]<br /><b>5.</b> αναθηματική [[πινακίδα]], [[τάμα]]<br /><b>6.</b> [[κατάλογος]] τών μελών μιας εταιρείας<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εταιρεία]]<br /><b>8.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που χρησιμοποιούνταν ως [[έμπλαστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[διατήρηση]] τών -<i>ττ</i>- [[αντί]] για -<i>σσ</i>- στην Ελληνική Κοινή. Τόσο, όμως, η [[σύνδεση]] με τη λ. [[πίσσα]] όσο και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για θρακικό [[δάνειο]] δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[πίσυγγος]] «[[σκυτοτόμος]], [[υποδηματοποιός]]», η οποία στηρίζεται στη [[σημασία]] της λατ. δάνειας λ. <i>pittacium</i> «[[λωρίδα]] δέρματος», φαίνεται [[μάλλον]] αμφίβολη. Τέλος, το λεσβ. ανθρωπωνύμιο [[Πιττακός]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση της λ.].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] της προορισμένης για [[γραφή]] πινακίδας, [[πινάκιο]], δελτάριο<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) πινάκια [[κατάλληλα]] για [[γραφή]] τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες της πρωτεύουσας ή τών επαρχιών είχαν το [[δικαίωμα]] να τοποθετούν τις αναφορές τους για διάφορα θέματα [[προς]] τον αυτοκράτορα, ο [[οποίος]], [[αφού]] ενημερωνόταν από τις υπηρεσίες του παλατιού [[κατά]] [[περίπτωση]], έδινε τη δέουσα [[απάντηση]] στα αιτήματα ή στις καταγγελίες<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> πατριαρχική ή και απλή αρχιερατική [[επιστολή]] η οποία αναφερόταν στην οποιαδήποτε [[μεταβολή]] της κατάστασης τών κληρικών, όπως λ.χ. [[προαγωγή]], [[διάκριση]], [[τιμωρία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]], [[ετικέτα]]<br /><b>2.</b> υποσχετικό [[έγγραφο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γραπτό [[μήνυμα]] («γράψας βραχὺ [[πιττάκιον]] καὶ σφραγισάμενος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαβατήριο]]<br /><b>3.</b> χρεωστικό [[γραμμάτιο]], ομόλογο<br /><b>4.</b> λογιστικό [[βιβλίο]], [[κατάστιχο]]<br /><b>5.</b> αναθηματική [[πινακίδα]], [[τάμα]]<br /><b>6.</b> [[κατάλογος]] τών μελών μιας εταιρείας<br /><b>7.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εταιρεία]]<br /><b>8.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που χρησιμοποιούνταν ως [[έμπλαστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[διατήρηση]] τών -<i>ττ</i>- [[αντί]] για -<i>σσ</i>- στην Ελληνική Κοινή. Τόσο, όμως, η [[σύνδεση]] με τη λ. [[πίσσα]] όσο και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για θρακικό [[δάνειο]] δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[πίσυγγος]] «[[σκυτοτόμος]], [[υποδηματοποιός]]», η οποία στηρίζεται στη [[σημασία]] της λατ. δάνειας λ. <i>pittacium</i> «[[λωρίδα]] δέρματος», φαίνεται [[μάλλον]] αμφίβολη. Τέλος, το λεσβ. ανθρωπωνύμιο [[Πιττακός]] δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση της λ.].
}}
{{elru
|elrutext='''πιττάκιον:''' (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.
}}
}}
{{etym
{{etym