ἀντήρης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> qui se place au-devant, adversaire, ennemi;<br /><b>2</b> qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἄρω.
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> qui se place au-devant, adversaire, ennemi;<br /><b>2</b> qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντήρης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[противоположный]], [[противолежащий]] ([[χώρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[направленный прямо в упор]]: ἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. удары в грудь; [[λαβεῖν]] τινα ἀντήρη Eur. схватиться с кем-л. лицом к лицу;<br /><b class="num">3)</b> [[вражеский]] ([[δεξιά]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντήρης:''' Δωρ. —άρης, -ες ([[ἀντί]], βλ. -[[ήρης]]), τοποθετημένος [[απέναντι]], [[αντίθετος]], [[ενώπιος]], σε Ευρ.· με γεν., [[απέναντι]], κοιτώντας [[αντίκρυ]], στον ίδ.· ἀντήρεις στέρνων [[πληγάς]], που στοχεύουν [[κατευθείαν]] στο [[στήθος]], σε Σοφ.· με δοτ., <i>ἀντ. τινί</i>, [[απέναντι]] από [[κάτι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντήρης:''' Δωρ. —άρης, -ες ([[ἀντί]], βλ. -[[ήρης]]), τοποθετημένος [[απέναντι]], [[αντίθετος]], [[ενώπιος]], σε Ευρ.· με γεν., [[απέναντι]], κοιτώντας [[αντίκρυ]], στον ίδ.· ἀντήρεις στέρνων [[πληγάς]], που στοχεύουν [[κατευθείαν]] στο [[στήθος]], σε Σοφ.· με δοτ., <i>ἀντ. τινί</i>, [[απέναντι]] από [[κάτι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντήρης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[противоположный]], [[противолежащий]] ([[χώρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[направленный прямо в упор]]: ἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. удары в грудь; [[λαβεῖν]] τινα ἀντήρη Eur. схватиться с кем-л. лицом к лицу;<br /><b class="num">3)</b> [[вражеский]] ([[δεξιά]] Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym