Anonymous

ἀντήρης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0248.png Seite 248]] ες (von ἄρω, od. süffixum -[[ήρης]]) gegenüber stehend, gelegen, [[χώρα]] Eur. Tr. 225; feindlich, Phoen. 761. 1376; πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις, Schläge gegen die Brust, Soph. El. 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0248.png Seite 248]] ες (von ἄρω, od. süffixum -[[ήρης]]) gegenüber stehend, gelegen, [[χώρα]] Eur. Tr. 225; feindlich, Phoen. 761. 1376; πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις, Schläge gegen die Brust, Soph. El. 89.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> qui se place au-devant, adversaire, ennemi;<br /><b>2</b> qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντήρης''': ες: (ἀντὶ -[[ήρης]]· ἴδε ἐπιθετ. κατάληξιν -[[ήρης]]): - ποιητ. ἐπίθ., ὁ τεθειμένος [[ἐναντίον]] τινός, ὁ [[ἀπέναντι]], καί μοι γένοιτ’ ἀδελφὸν ἀντήρη λαβεῖν, [[εὔχομαι]] νὰ συναντηθῶ [ἐν τῇ μάχῃ] [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]] μὲ τὸν ἀδελφὸν μου, Εὐρ. Φοίν. 754, πρβλ. 1367· ἀντήρεις... στέρνων [[πληγάς]], κτυπήματα κατὰ τοῦ στήθους (πρὸς ἔνδειξιν βαθείας λύπης), Σοφ. Ἠλ. 89: - μετὰ γεν., Φοινίκας ἀντήρη χώραν, χώραν [[ἀπέναντι]] ἢ καταντικρὺ τῆς Φοινίκης ἢ [[κάλλιον]] τῆς Καρχηδόνος, ἥτις ἦτο [[ἀποικία]] τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221· μετὰ δοτ., ἀντήρεις καμπαῖσι [[δρόμων]], [[ἀπέναντι]] τῶν κάμπων τῶν [[δρόμων]], ὁ αὐτ. Ι. Α. 224.
|lstext='''ἀντήρης''': ες: (ἀντὶ -[[ήρης]]· ἴδε ἐπιθετ. κατάληξιν -[[ήρης]]): - ποιητ. ἐπίθ., ὁ τεθειμένος [[ἐναντίον]] τινός, ὁ [[ἀπέναντι]], καί μοι γένοιτ’ ἀδελφὸν ἀντήρη λαβεῖν, [[εὔχομαι]] νὰ συναντηθῶ [ἐν τῇ μάχῃ] [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]] μὲ τὸν ἀδελφὸν μου, Εὐρ. Φοίν. 754, πρβλ. 1367· ἀντήρεις... στέρνων [[πληγάς]], κτυπήματα κατὰ τοῦ στήθους (πρὸς ἔνδειξιν βαθείας λύπης), Σοφ. Ἠλ. 89: - μετὰ γεν., Φοινίκας ἀντήρη χώραν, χώραν [[ἀπέναντι]] ἢ καταντικρὺ τῆς Φοινίκης ἢ [[κάλλιον]] τῆς Καρχηδόνος, ἥτις ἦτο [[ἀποικία]] τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221· μετὰ δοτ., ἀντήρεις καμπαῖσι [[δρόμων]], [[ἀπέναντι]] τῶν κάμπων τῶν [[δρόμων]], ὁ αὐτ. Ι. Α. 224.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> qui se place au-devant, adversaire, ennemi;<br /><b>2</b> qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἄρω.
}}
}}
{{grml
{{grml