3,273,446
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀποδοκιμάσω, <i>ao.</i> ἀπεδοκίμασα, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεδοκιμάσθην, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμασμαι;<br />rejeter à l'essai, repousser après une épreuve ; <i>p. anal.</i> rejeter comme indigne, insuffisant <i>ou</i> peu convenable, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκιμάζω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀποδοκιμάσω, <i>ao.</i> ἀπεδοκίμασα, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεδοκιμάσθην, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμασμαι;<br />rejeter à l'essai, repousser après une épreuve ; <i>p. anal.</i> rejeter comme indigne, insuffisant <i>ou</i> peu convenable, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκιμάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδοκῐμάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отвергать за непригодностью]], [[отклонять]] (τινά и τι Her., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[исключать из списков]] (ἀποδεδοκιμασμένοι ἐκ τῶν ἀκοντιστῶν Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδοκῐμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[απορρίπτω]] [[κατόπιν]] εξέτασης ή δοκιμασίας· [[απορρίπτω]] υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀποδοκῐμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[απορρίπτω]] [[κατόπιν]] εξέτασης ή δοκιμασίας· [[απορρίπτω]] υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |