ὑπόδικος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui peut être cité en justice, responsable : [[ὑπόδικος]] χερῶν ESCHL accusé de violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δίκη]].
|btext=ος, ον :<br />qui peut être cité en justice, responsable : [[ὑπόδικος]] χερῶν ESCHL accusé de violence.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόδῐκος:''' [[подлежащий ответственности]], [[виновный]] Lys. etc.: ὑ. τινος Aesch., Plat., Dem. несущий ответственность за что-л., обвиняемый в чем-л.; ὑ. τινι Plat., Dem., NT несущий ответственность (виновный) перед кем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που οδηγήθηκε σε [[δίκη]] ή ο υποκείμενος σε [[δίκη]], σε Λυσ. κ.λπ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ρήτ.· [[ὑπό]]-[[δικός]] τινι, υποκείμενος σε [[μήνυση]], [[αγωγή]] από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὑπόδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που οδηγήθηκε σε [[δίκη]] ή ο υποκείμενος σε [[δίκη]], σε Λυσ. κ.λπ.· <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ρήτ.· [[ὑπό]]-[[δικός]] τινι, υποκείμενος σε [[μήνυση]], [[αγωγή]] από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόδῐκος:''' [[подлежащий ответственности]], [[виновный]] Lys. etc.: ὑ. τινος Aesch., Plat., Dem. несущий ответственность за что-л., обвиняемый в чем-л.; ὑ. τινι Plat., Dem., NT несущий ответственность (виновный) перед кем-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj