ὑπόδικος

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδῐκος Medium diacritics: ὑπόδικος Low diacritics: υπόδικος Capitals: ΥΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypódikos Transliteration B: hypodikos Transliteration C: ypodikos Beta Code: u(po/dikos

English (LSJ)

ὑπόδικον, (δίκη) brought to trial or liable to be tried, Lex ap. Lys.10.9, Pl.Lg.954a, al., PHal.1.72, al. (iii B. C.); οὐχ ὑ. [ἐστι] τὰ εἰκότα not liable to action, Arist.Rh.1376a22; τινος for a thing, ὑ. γενέσθαι χερῶν A.Eu.260 (lyr.); ἀνδραποδισμοῦ Pl.Lg.879a; οὐδενὸς τούτων And.4.31; τῆς κακώσεως Is.8.32 (ἐπίδ- codd.); φόνου D.54.25; τοῦ βλάβους PHal.1.101 (iii B. C.): with the person injured in dat., ὑ. τῷ παθόντι Lex ap.D.21.10; ὑ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Pl.Lg. 871b; τῶν διπλασίων ὑ. ἔστω τῷ βλαφθέντι let him be liable to forfeit twice the amount to the person damaged, ib.846b (but ὑ. ποτὶ διπλοῦν IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.)); ὑ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι Pl.Lg.868d; ἵνα ὑ. γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ θεῷ Ep.Rom.3.19.

German (Pape)

[Seite 1215] verklagt, schuldig, τινός, Aesch. Eum. 252 ὑπόδικος θέλει γενέσθαι χερῶν, er will sich Recht sprechen lassen; dem ὑπεύθυνος entsprechend, Andoc. 4, 31; Lys. 10, 9; τῆς κακώσεως Is. 8, 33; ψευδομαρτυριῶν ὑπόδικον ποιεῖν τινα Dem. 29, 16; τῆς ἐγγύης 33, 29; ὑπόδικος τῷ παθόντι ἔστω 2, 10 im Gesetz; τῶν διπλασίων ὑπόδικος ἔστω τῷ βλαφθέντι Plat. Legg. VIII, 846 b; ὑπόδικος ἀσεβείας γενέσθω τῷ ἐθέλοντι 868 d, u. sonst, wie Sp., z. B. Luc. Phalar. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être cité en justice, responsable : ὑπόδικος χερῶν ESCHL accusé de violence.
Étymologie: ὑπό, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόδῐκος: подлежащий ответственности, виновный Lys. etc.: ὑ. τινος Aesch., Plat., Dem. несущий ответственность за что-л., обвиняемый в чем-л.; ὑ. τινι Plat., Dem., NT несущий ответственность (виновный) перед кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῐκος: -ον, (δίκη) ὁ ὑπὸ δίκην διατελῶν ἢ ὑποκείμενος εἰς δίκην, Λυσίας 117. 3, Πλάτ. Νόμ. 954Α, κ. ἀλλ.· οὐχ ὑπόδικα [ἐστὶ] τὰ εἰκότα, δὲν ὑπόκεινται εἰς δίκην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 17· ― τινος, διά τι πρᾶγμα, ὑπ. γενέσθαι χερῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 260· ἀνδραποδισμοῦ Πλάτ. Νόμ. 879Α· οὐδενὸς τούτων Ἀνδοκ. 33· 13· τῆς κακώσεως Ἰσαῖος 72. 22· φόνου Δημ. 1264. 19· ― τὸ παθὸν πρόσωπον κατὰ δοτ., ὑπ. τῷ παθόντι ὁ αὐτ. 518. 3· ὑπ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Πλάτ. Νόμ. 871Β· τῶν διπλασίων ὑπ. ἔστω τῷ βλαφθέντι, ἂς ὑπόκειται εἰς ζημίαν διπλασίαν τῆς συμβάσης εἰς τὸν παθόντα τὴν βλάβην, αὐτόθι 846Β· ὑπ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι αὐτόθι 868D, πρβλ. 932D.

English (Strong)

from ὑπό and δίκη; under sentence, i.e. (by implication) condemned: guilty.

English (Thayer)

ὑποδικον, equivalent to ὑπό δίκην ὤν, under judgment, one who has lost his suit; with a dative of the person debtor to one, owing satisfaction to: τῷ Θεῷ, i. e. liable to punishment from God, Aeschylus, Plato, Andocides (405 B.C.>), Lysias, Isaeus, Demosthenes, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόδικος, -ον, ΝΑ- πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία από μια δικαστική αρχή, αλλά δεν έχει δικαστεί ακόμη
νεοελλ.
αυτός που βαρύνεται με κατηγορίες, που είναι κατηγορούμενος ή θεωρείται υπεύθυνος για κάτι, υπόλογοςείναι υπόδικοι στη συνείδηση του λαού»)
αρχ.
αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

ὑπόδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που οδηγήθηκε σε δίκη ή ο υποκείμενος σε δίκη, σε Λυσ. κ.λπ.· τινος, για κάτι, σε Αισχύλ., Ρήτ.· ὑπό-δικός τινι, υποκείμενος σε μήνυση, αγωγή από κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὑπό-δῐκος, ον, δίκη
brought to trial or liable to be tried, Lys., etc.: —τινος for a thing, Aesch., Oratt.; ὑπόδικός τινι liable to action from a person, Dem., etc.

Chinese

原文音譯:ØpÒrdikoj 虛坡而-笛可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在下-義
字義溯源:在判決之下,受審,審判,有罪,有責任的,要受刑罰;由(ὑπό)*=被)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 審判(1) 羅3:19

English (Woodhouse)

accountable, liable, accountable to, liable to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)