σώφρων: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[continent]], [[moderate]], [[prudent]], [[sensible]], [[temperate]], [[self-restrained]]
|woodrun=[[continent]], [[moderate]], [[prudent]], [[sensible]], [[temperate]], [[self-restrained]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φρόνιμος]], [[συνετός]], συγκρατημένος, [[ἁγνός]]). Ἀπό τό [[σῶς]] ([[σῶος]]) + [[φρήν]], φρενός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, [[σωφρόνημα]], [[σωφρονητέον]], [[σωφρονητικός]], [[σωφρονίζω]], [[σωφρονικός]], σωφρόνησις (=[[τιμωρία]]), [[σωφρόνισμα]], [[σωφρονισμός]], [[σωφρονιστήρ]], [[σωφρονιστήριον]], [[σωφρονιστής]], [[σωφρονιστικός]], [[ἀσωφρόνιστος]], ἡ [[σωφρονιστύς]] -ύος (=σωφρόνιση), [[σωφροσύνη]], [[σωφρόνως]]. • 213 Τ
}}
{{
|=Ταῦ
}}
}}