κράβατος: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>grabatus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβάκτιον]], [[κραβατάλιον]], [[κραβάτιον]], [[κραββατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραβακτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβαττοπυρία]], [[κραββατοποιός]], [[κραββατοφόριος]]].
|mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>grabatus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβάκτιον]], [[κραβατάλιον]], [[κραβάτιον]], [[κραββατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραβακτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβαττοπυρία]], [[κραββατοποιός]], [[κραββατοφόριος]]].
}}
{{pape
|ptext=oder [[κράββατος]], ὁ, makedonisches Wort für [[σκίμπους]], von den Attizisten [[verworfen]], <i>[[Ruhebett]], grabatus, [[NT]]</i>; vgl. [[Sturz]] <i>dial. Maced</i>. p. 175 und Poll. 10.35.
}}
}}