3,254,032
edits
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική ( | |mltxt=και [[κράββατος]], ο (AM [[κράβατος]] και κράβαττος και [[κράβακτος]], Α και [[κράββατος]])<br />[[ανάκλιντρο]], [[κρεβάτι]], [[ιδίως]] χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ. μακεδονική διάλ. Απαντά ως [[δάνειο]] και στη Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>grabatus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβάκτιον]], [[κραβατάλιον]], [[κραβάτιον]], [[κραββατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κραβακτήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κραβαττοπυρία]], [[κραββατοποιός]], [[κραββατοφόριος]]]. | ||
}} | }} |