λαλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρίζα λαλἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: [[λάλος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλημα]] (=[[φλυαρία]]), [[λάλησις]], [[λαλητέος]], [[λαλητικός]], [[λαλητός]], [[ἀλάλητος]] (=[[ἀνέκφραστος]]), [[περιλάλητος]] (=[[περιβόητος]]), [[ἀπεριλάλητος]] (=[[πολυλογάς]]), [[ἀνεκλάλητος]] (=[[ἀπερίγραφτος]]), [[λαλητρίς]] (=γυναίκα φλύαρη), [[λαλιά]], [[λάληθρος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλαξ]] (=[[φωνακλάς]]), λαλαγῶ (=[[φλυαρῶ]]).
|mantxt=-ῶ (=[[μιλῶ]], [[φλυαρῶ]]). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρίζα λαλἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: [[λάλος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλημα]] (=[[φλυαρία]]), [[λάλησις]], [[λαλητέος]], [[λαλητικός]], [[λαλητός]], [[ἀλάλητος]] (=[[ἀνέκφραστος]]), [[περιλάλητος]] (=[[περιβόητος]]), [[ἀπεριλάλητος]] (=[[πολυλογάς]]), [[ἀνεκλάλητος]] (=[[ἀπερίγραφτος]]), [[λαλητρίς]] (=γυναίκα φλύαρη), [[λαλιά]], [[λάληθρος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλαξ]] (=[[φωνακλάς]]), λαλαγῶ (=[[φλυαρῶ]]).
}}
}}
{{elmes
{{elmes