3,274,313
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 , $3;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρίζα λαλἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: [[λάλος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλημα]] (=[[φλυαρία]]), [[λάλησις]], [[λαλητέος]], [[λαλητικός]], [[λαλητός]], [[ἀλάλητος]] (=[[ἀνέκφραστος]]), [[περιλάλητος]] (=[[περιβόητος]]), [[ἀπεριλάλητος]] (=πολυλογάς), [[ἀνεκλάλητος]] (=ἀπερίγραφτος), [[λαλητρίς]] (=γυναίκα φλύαρη), [[λαλιά]], [[λάληθρος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλαξ]] (=φωνακλάς), λαλαγῶ (=φλυαρῶ). | |mantxt=-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρίζα λαλἀπ' ὅπου καί τά παράγωγα: [[λάλος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλημα]] (=[[φλυαρία]]), [[λάλησις]], [[λαλητέος]], [[λαλητικός]], [[λαλητός]], [[ἀλάλητος]] (=[[ἀνέκφραστος]]), [[περιλάλητος]] (=[[περιβόητος]]), [[ἀπεριλάλητος]] (=[[πολυλογάς]]), [[ἀνεκλάλητος]] (=[[ἀπερίγραφτος]]), [[λαλητρίς]] (=γυναίκα φλύαρη), [[λαλιά]], [[λάληθρος]] (=[[φλύαρος]]), [[λάλαξ]] (=[[φωνακλάς]]), λαλαγῶ (=[[φλυαρῶ]]). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |