γίγνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γίγνομαι''': Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. [[γίνομαι]] [ῑ], ἀλλ᾿ ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν [[γίγνομαι]], πρβλ. [[γιγνώσκω]], ἐν ταῖς Ἀττικαῖς ἐπιγραφαῖς μόνον [[γίγνομαι]] [[μέχρι]] τοῦ 292 π.Χ., [[γίνομαι]] ἀπὸ τοῦ 290– 30 π. Χ., σπανιώτατον δὲ τὸ [[γίγνομαι]], κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους συνηθέστερον τὸ [[γίνομαι]] (ἲδε Meisterh. 3. σ. 177, 20).― Μέλλ. γενήσομαι·― ἀόρ. ἐγενόμην (Δωρ. ἐγενάμην, Δινδ. Δημ. 255. 22), Ἰων. β΄ ἑνικ. γένευ Ἰλ. Ε. 897, γ΄ ἑνικ. γενέσκετο Ὀδ. Λ. 207· συγκεκομ. γ΄ ἑνικ. [[ἔγεντο]] Ἡσ. Θ. 283, 705, Σαπφὼ 19, Πινδ. II. 3. 153, καὶ διωρθώθη ὑπὸ Bentl. ἐν τῷ σκολίῳ παρ᾿ Ἀριστοφ. Σφηξ. 1226, Ἐπ. [[γέντο]] Ἡσ. Θ. 199, Ἐμπεδ. 207 Stein.·― πρκμ. [[γέγονα]] Ὅμ., Ἀττ.·― ὑπερσυντ. ἐγεγόνει, Πλάτ., κτλ., Ἰων. ἐγεγόνεε Ἡροδ.· πλὴν τούτων ὑπάρχουσι ποιητ. τύποι (ὡς ἐκ πρκμ. γέγαα), β΄ πληθ. γεγάᾱτε Βάβρ. 143, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγρ. 16· γεγάᾱσι Ἰλ. Δ. 325, συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· γ΄ δυϊκ. ὑπερσυντ. ἐκγεγάτην [ᾰ] Ὀδ. Κ. 138· ἀπαρέμφ. [[γεγάμεν]] [ᾰ] Πίνδ. Ο. 9. 164 (ἐκ-) Ἰλ. Ε. 248, κτλ.· μετοχ. γεγαώς, -αυῖα, πληθ. -αῶτες, -αυῖαι Ὃμ., κτλ., συνῃρ. [[γεγώς]], -ῶσα Σοφ. Αἲ. 472, 1013, Εὐρ.· ὁ Πίνδ. Ο. 6. 83 ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἀπαρέμφ. [[γεγάκειν]] [ᾱ].― Ἀλλὰ τούτοις [[προσθετέον]] παθητικούς τινας τύπους ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μέλλ. γενηθήσομαι (μόνον παρὰ Πλάτ. Παρμ. 141Ε, [[οὔτε]] γενήσεται, [[οὔτε]] γενηθήσεται, [[ἔνθα]] ὁ Schleierm, προὒτεινε γεγενήσεται,― [[διότι]] ἄλλως δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὐδεμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο μελλόντων)· ἀόρ. ἐγενήθην Ἱππ. 1202Α, 1208Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἀττικ., ὡς Φιλήμ. Ἀδήλ. 39 καὶ 73, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 109· πρκμ. γεγένημαι, συχν. παρ᾿ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζοῖς· γ΄ πληθ. γεγενέανται Φιλητ. Ἀποσπ. 65· ὑπερσ. ἐγεγένητο Θουκ. 7. 18, ἀλλ.· γεγένητο ὁ αὐτ. 5. 14.― Πρβλ. [[ἐκγίγνομαι]], καὶ περὶ τῶν ἐνεργητικῶν χρόνων, ἴδε [[γείνομαι]], [[γεννάω]]. (γίγνομαι [[εἶναι]] =γιγένομαι, ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΓΕΝ, πρβλ. μίμνω, μιμνήσκω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[γείνομαι]], [[γεννάω]], [[γένεσις]], [[γυνή]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ǵan, ǵa-ganmi (gigno), ǵay ê (γέγαα, gnascor), ǵanitâ, ǵanitrî (genitor, genetrix), ǵanus (gens)· gnâ, βραδύτερον δὲ ǵanî ([[γυνή]])· Ζενδ. zan (gigno), ghena ([[γυνή]])· Λατ. gigno, genus, genius, gnascor, gnatus, nat-ura · Γοτθ. kein-an (βλαστάνειν), us-keinam ([[ἐκφῦναι]]), quinô, quens ([[θῆλυς]]), ganus (γένος)· Παλαιο-Σκανδ. kona, kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwên (quean), κτλ.). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]] [[εἶναι]]: [[ἔρχομαι]] εἰς νέαν κατάστασιν ὑπάρξεως· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[λαμβάνω]] ὔπαρξιν, Λατ. gigni, καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, γεννῶμαι, νέον γεγαώς, νεωστὶ γεννηθείς, Ὀδ. Τ. 400· ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας, γεννηθέντας (καὶ [[ἑπομένως]] κατοικοῦντας) ὑπὸ τὸν Τμῶλον, Ἰλ. Β. 866· γιγνομέναισι [[λάχη]] τάδ᾿… ἐκράνθη, ἐνῷ ἐγεννώμεθα, κατὰ τὴν γέννησιν ἡμῶν, Αἰσχυλ. Εὐμ. 347· γεγονέναι ἔκ τινος Ἡρόδ. 7. 11, κτλ.· [[σέθεν]]… ἐξ αἵματος Αἰσχυλ. Θήβ. 142· σπανιώτερον, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 22, κτλ.· τινος Εὐρ. Ἑκ. 380, κτλ.·― γεγονέναι κακῶς, [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 218, Ἰσοκρ. 147Β, κτλ.· [[κάλλιον]], εὖ Ἡρόδ. 1. 146., 3. 69· τὸ μὴ γενέσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 395·― [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, Ἡρόδ. 1. 119· ἢ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας ἢ ἀβεβαιότητος, ἀμφὶ τὰ [[ἑκκαίδεκα]] ἔτη γενόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· γεγονὼς ἔτη περὶ [[πεντήκοντα]] Δημ. 564. 18· [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς, ἔχων ἡλικίαν ὑπερβαίνουσαν τὰ…, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ [[πεντήκοντα]] Πλάτ. Νόμ. 951C. καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς· σπανίως μετὰ τακτικῶν, ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς, Λατ. annum agens octogesimum, Λουκ. Μακροβ. 22, πρβλ. Πλούτ. Φιλοπ. 18. 2) ἐπὶ πραγμάτων, παράγομαι, γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου Πλάτ. Πολ. 527Β, κτλ.· γίγνεσθαι διά τινος ἢ τινι [[αὐτόθι]] 392D· ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 13· τὰ ἐν τῷ ἀγρῷ γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κερδῶν, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγν. ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2, κτλ.· τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον [[ἀργύριον]], τὸ συναχθὲν ἀπὸ [τῶν λύτρων] τῶν αἰχμ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 4· οἱ γιγ. δασμοί, οἱ συλλεγόμενοι φόροι, τὸ ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, [[αὐτόθι]] 1. 1, 8·― ἐπὶ ποσῶν, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, τὸ ὅλον ποσόν, Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· ἑκατὸν [[εἴκοσι]] στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι [[ἑξήκοντα]] δραχμαί = 120 στατ. ἀναβαίνουσιν εἰς 3360 δραχ., Δημ. 914. 14, κτλ.·― ἐπὶ τῶν διαφόρων ὡρῶν τῆς ἡμέρας, ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἐγένετο Θουκ. 7. 81, Ξεν., κτλ.· ἕως ἂν φῶς γένηται Πλάτ. Πρωτ. 311Α· ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Θουκ. 4. 32. 3) ἐπὶ συμβάντων, [[συμβαίνω]], καὶ ἐπὶ παρῳχ. χρόνων, ἔχω συμβῆ, κ.τ.τ.· γίγνεται [[ἄχος]] τινί, κτλ.· γίγνεται [[μάχη]], [[πόλεμος]], [[ἀνακωχή]], κτλ.· [[ἐκεχειρία]] γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 58· ἡ [[νόσος]] ἤρξατο γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 47· [[πνεῦμα]], [[ὕδωρ]], [[ὄμβρος]] γ. [[αὐτόθι]] 84, κτλ.· τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, ἑορτάζονται, ἄγονται, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28, Αἰσχίν. 59. 23, κτλ.· [[ψήφισμα]], [[κρίσις]] γ., τελεῖται, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· πιστὰ γίγνεται, ὅρκοι γ., δίδονται ὅρκοι, ὑποσχέσεις, κτλ., [[αὐτόθι]] 7. 4, 3, Δημ. 390. 28· γίγνεταί τι ὑπό τινος Θουκ. 6. 88, κτλ.· ἒκ ἢ ἀπό τινος Ἡροδ. 1. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 30· [[παρά]] τινος Πλάτ. Πολ. 614Α― ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, Δημ. 381. 22., 842. 15, κτλ.·― μ. δοτ. καὶ μετοχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (ἴδε ἐν λ. [[βούλομαι]], ἄσμενος)· [[οὕτως]], οὐκ ἂν ἔμοι γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, δηλ. δὲν ἠδυνάμην νὰ [[περιμένω]] τοιαῦτα πράγματα νὰ γείνωσιν, Ὀδ. Γ. 228· ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Ἡρόδ. 9. 46, κτλ.·― ἐπὶ θυσιῶν, οἰωνῶν, κτλ., οὐ γὰρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστὰ ὁ αὐτ. 9. 61, πρβλ. 62· τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγ. Ξεν. Ἀν 6. 2, 9· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. συχν. παραλείπεται, τὰ [[διαβατήρια]] ἐγ., ἦσαν εὐνοϊκά, Θουκ. 5. 55, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 2. 14 κἑξ.·― κατ᾿ οὐδέτ. μετοχ., τὸ γενόμενον, τὸ συμβάν, τὸ γεγονός, τὸ [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 54· τὰ γενόμενα, τὰ γεγονότα, ἡ [[ἀλήθεια]], Ξεν. Κυρ. 3. 1, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὸ γιγνόμενον Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, κτλ.· τὰ γεγενημένα, πρότερον συμβάντα, τὸ παρελθόν, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 14· τὸ γενησόμενον, τὸ μέλλον, Θουκ. 1. 138·― ἐπὶ χρόνου, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, ὡς ἔφθασε, Ἠρόδ. 1. 113· ἕως ἂν χρόνοι γένωνται Πλάτ. Φαίδ. 108C· ἀλλὰ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ἔχω παρέλθει, ὡς διετὴς [[χρόνος]] ἐγεγόνεε Ἡρόδ. 2. 2· πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Πλάτ. Πρώτ. 320Α· [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις, εἰς τὸν προσήκοντα καιρόν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51· [[ἐντεῦθεν]], [[τακτικός]], [[συνήθης]], τὸ γιγν. [[τίμημα]] Δημ. 726. 26, πρβλ. 992. 3·― ἀπροσ., ἐγένετο [[ὥστε]]… ἢ ὡς…, συνέβη ὣστε.., Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, συχνὸν ἐν τῇ Κ. Δ.· [[ὡσαύτως]], γίγνεται εὑρεῖν, [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις, Θέογν. 639. ΙΙ. ἑπομένου κατηγορουμένου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα κατάστασιν, καταντῶ, Λατ. fieri, καὶ (ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις), εἶμαι [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], 1) συνοδευόμενον ὑπὸ οὐσιαστ., δηΐοισι δὲ [[χάρμα]] γ. Ἰλ. Ζ. 85, πρβλ. Θ. 282, Αἰσχύλ. Χο. 2, κτλ.· [οὖροι] [[νηῶν]] πομπῆες γιγν. Ὀδ. Δ. 362,κτλ.· πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, στρεφόμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, [[αὐτόθι]] 417· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ πεζοῖς, [[παντοῖος]] γ., ἑπομένου τοῦ μὴ μετ᾿ ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 3. 124· οὕτω, [[παντοῖος]] γ. δεόμενος ὁ αὐτ. 7. 10, 3· καὶ οὕτω παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι μετὰ παντοίων ὀνομάτων· σπανίως μετὰ μετοχ., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, ὃ ἐ. [[προδότης]] ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 588, πρβλ. Φ. 773, Θουκ. 3. 68, κτλ.·― μετ᾿ ἀντων., τί γένωμαι; τί νὰ γείνω;Αἰσχύλ. Θηβ. 297, πρβλ. Θεόκρ. 15. 51· οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Θουκ. 2. 52· σπανιώτερον, οὐκ ἔχω τὶς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905· γίγνονται πᾶν ὅ τι βούλονται Ἀριστοφ. Νεφ. 348. 2) μετ᾿ ἐπιρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, κακῶς συνέβησαν εἰς ἐμὲ (τὰ πράγματα), Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· εὖ, [[καλῶς]], [[ἡδέως]] γ., «πάει καλά», ἔχει [[καλῶς]], κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, κτλ.· [[δίχα]] γ., εἰς δύο διαιρεῖται, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· τριχῇ γ., εἶμαι εἰς [[τρία]] διῃρημένος, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2. 16· γ. [[ἐμποδών]], [[ἐκποδών]], [[ἐκεῖ]], ἐγγύς, κτλ. 3) ἀκολουθούμενον ὐπὸ πλαγίων πτώσεων τῶν οὐσιαστικῶν, α) μ. γεν., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, καθίσταμαι εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 25, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 107, κτλ.·― [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[ἀνήκω]] εἴς τινα, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 20·― εἶμαι ἢ [[γίγνομαι]] κύριός τινος, Λατ. compos esse, sui juris esse, [[ἑαυτοῦ]] γ. Σοφ. Ο. Κ. 660, Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, κτλ.· ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι Δημ. 42. 11· ([[ὡσαύτως]], ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ. Ἡρόδ. 1. 119· ἐν ἑαυτῷ γ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 17)· [[οὕτως]]. ἐλπίδος γίγνεσθαι Πλούτ. Φωκ. 23·― ἐπὶ πραγμάτων ἔχω τιμὴν… τόσον πωλοῦμαι, τόσον ἀξίζω, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾿ ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 662, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 33. β) μετὰ προθέσ., γ. ἀπὸ ἢ ἐκ δείπνου, ἔχω τελειώσει τὸ δεῖπνόν μου, Ἡρόδ. 2. 78, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἀπὸ ΙΙ, ἐκ ΙΙ. 2)· γ. ἀπό τινος, χωρίζομαι ἀπό τινος…, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25·― γ. εἴς τι, μεταβάλλομαι εἴς τι, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθὸν Θέογν. 164· γ. εἰς τόπον, [[ἔρχομαι]] εἰς θέσιν ἢ πλησίον…, Ἡρόδ. 5. 38· (παρ᾿ Ὁμ. καὶ [[ἄνευ]] προθ., ἐμὲ χρεὼ γ. Ὀδ. Δ. 634)· οὕτω, γ. τι εἴς τινα, ἔρχεται, συμβαίνει εἴς τινα, καταλαμβάνει τινά, Ἰσαῖ. 41. 39·― γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι, ἀπομακρύνεσθαι τῆς ὄψεως, τῆς ὁράσεώς τινος, Ἡρόδ. 5. 24· ἐξ ἀνθρώπων γ. ἐξαφανίζομαι ἐκ μέσου τῶν…, Παυσ. 4. 26, 6·―
|lstext='''γίγνομαι''': Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. [[γίνομαι]] [ῑ], ἀλλ᾿ ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν [[γίγνομαι]], πρβλ. [[γιγνώσκω]], ἐν ταῖς Ἀττικαῖς ἐπιγραφαῖς μόνον [[γίγνομαι]] [[μέχρι]] τοῦ 292 π.Χ., [[γίνομαι]] ἀπὸ τοῦ 290– 30 π. Χ., σπανιώτατον δὲ τὸ [[γίγνομαι]], κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους συνηθέστερον τὸ [[γίνομαι]] (ἲδε Meisterh. 3. σ. 177, 20).― Μέλλ. γενήσομαι·― ἀόρ. ἐγενόμην (Δωρ. ἐγενάμην, Δινδ. Δημ. 255. 22), Ἰων. β΄ ἑνικ. γένευ Ἰλ. Ε. 897, γ΄ ἑνικ. γενέσκετο Ὀδ. Λ. 207· συγκεκομ. γ΄ ἑνικ. [[ἔγεντο]] Ἡσ. Θ. 283, 705, Σαπφὼ 19, Πινδ. II. 3. 153, καὶ διωρθώθη ὑπὸ Bentl. ἐν τῷ σκολίῳ παρ᾿ Ἀριστοφ. Σφηξ. 1226, Ἐπ. [[γέντο]] Ἡσ. Θ. 199, Ἐμπεδ. 207 Stein.·― πρκμ. [[γέγονα]] Ὅμ., Ἀττ.·― ὑπερσυντ. ἐγεγόνει, Πλάτ., κτλ., Ἰων. ἐγεγόνεε Ἡροδ.· πλὴν τούτων ὑπάρχουσι ποιητ. τύποι (ὡς ἐκ πρκμ. γέγαα), β΄ πληθ. γεγάᾱτε Βάβρ. 143, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγρ. 16· γεγάᾱσι Ἰλ. Δ. 325, συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· γ΄ δυϊκ. ὑπερσυντ. ἐκγεγάτην [ᾰ] Ὀδ. Κ. 138· ἀπαρέμφ. [[γεγάμεν]] [ᾰ] Πίνδ. Ο. 9. 164 (ἐκ-) Ἰλ. Ε. 248, κτλ.· μετοχ. γεγαώς, -αυῖα, πληθ. -αῶτες, -αυῖαι Ὃμ., κτλ., συνῃρ. [[γεγώς]], -ῶσα Σοφ. Αἲ. 472, 1013, Εὐρ.· ὁ Πίνδ. Ο. 6. 83 ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἀπαρέμφ. [[γεγάκειν]] [ᾱ].― Ἀλλὰ τούτοις [[προσθετέον]] παθητικούς τινας τύπους ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μέλλ. γενηθήσομαι (μόνον παρὰ Πλάτ. Παρμ. 141Ε, [[οὔτε]] γενήσεται, [[οὔτε]] γενηθήσεται, [[ἔνθα]] ὁ Schleierm, προὒτεινε γεγενήσεται,― [[διότι]] ἄλλως δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὐδεμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο μελλόντων)· ἀόρ. ἐγενήθην Ἱππ. 1202Α, 1208Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἀττικ., ὡς Φιλήμ. Ἀδήλ. 39 καὶ 73, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 109· πρκμ. γεγένημαι, συχν. παρ᾿ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζοῖς· γ΄ πληθ. γεγενέανται Φιλητ. Ἀποσπ. 65· ὑπερσ. ἐγεγένητο Θουκ. 7. 18, ἀλλ.· γεγένητο ὁ αὐτ. 5. 14.― Πρβλ. [[ἐκγίγνομαι]], καὶ περὶ τῶν ἐνεργητικῶν χρόνων, ἴδε [[γείνομαι]], [[γεννάω]]. (γίγνομαι [[εἶναι]] =γιγένομαι, ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΓΕΝ, πρβλ. μίμνω, μιμνήσκω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[γείνομαι]], [[γεννάω]], [[γένεσις]], [[γυνή]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ǵan, ǵa-ganmi (gigno), ǵay ê (γέγαα, gnascor), ǵanitâ, ǵanitrî (genitor, genetrix), ǵanus (gens)· gnâ, βραδύτερον δὲ ǵanî ([[γυνή]])· Ζενδ. zan (gigno), ghena ([[γυνή]])· Λατ. gigno, genus, genius, gnascor, gnatus, nat-ura · Γοτθ. kein-an (βλαστάνειν), us-keinam ([[ἐκφῦναι]]), quinô, quens ([[θῆλυς]]), ganus (γένος)· Παλαιο-Σκανδ. kona, kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwên (quean), κτλ.). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]] [[εἶναι]]: [[ἔρχομαι]] εἰς νέαν κατάστασιν ὑπάρξεως· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[λαμβάνω]] ὔπαρξιν, Λατ. gigni, καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, γεννῶμαι, νέον γεγαώς, νεωστὶ γεννηθείς, Ὀδ. Τ. 400· ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας, γεννηθέντας (καὶ [[ἑπομένως]] κατοικοῦντας) ὑπὸ τὸν Τμῶλον, Ἰλ. Β. 866· γιγνομέναισι [[λάχη]] τάδ᾿… ἐκράνθη, ἐνῷ ἐγεννώμεθα, κατὰ τὴν γέννησιν ἡμῶν, Αἰσχυλ. Εὐμ. 347· γεγονέναι ἔκ τινος Ἡρόδ. 7. 11, κτλ.· [[σέθεν]]… ἐξ αἵματος Αἰσχυλ. Θήβ. 142· σπανιώτερον, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 22, κτλ.· τινος Εὐρ. Ἑκ. 380, κτλ.·― γεγονέναι κακῶς, [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 218, Ἰσοκρ. 147Β, κτλ.· [[κάλλιον]], εὖ Ἡρόδ. 1. 146., 3. 69· τὸ μὴ γενέσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 395·― [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, Ἡρόδ. 1. 119· ἢ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας ἢ ἀβεβαιότητος, ἀμφὶ τὰ [[ἑκκαίδεκα]] ἔτη γενόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· γεγονὼς ἔτη περὶ [[πεντήκοντα]] Δημ. 564. 18· [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς, ἔχων ἡλικίαν ὑπερβαίνουσαν τὰ…, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ [[πεντήκοντα]] Πλάτ. Νόμ. 951C. καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς· σπανίως μετὰ τακτικῶν, ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς, Λατ. annum agens octogesimum, Λουκ. Μακροβ. 22, πρβλ. Πλούτ. Φιλοπ. 18. 2) ἐπὶ πραγμάτων, παράγομαι, γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου Πλάτ. Πολ. 527Β, κτλ.· γίγνεσθαι διά τινος ἢ τινι [[αὐτόθι]] 392D· ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 13· τὰ ἐν τῷ ἀγρῷ γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κερδῶν, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγν. ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2, κτλ.· τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον [[ἀργύριον]], τὸ συναχθὲν ἀπὸ [τῶν λύτρων] τῶν αἰχμ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 4· οἱ γιγ. δασμοί, οἱ συλλεγόμενοι φόροι, τὸ ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, [[αὐτόθι]] 1. 1, 8·― ἐπὶ ποσῶν, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, τὸ ὅλον ποσόν, Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· ἑκατὸν [[εἴκοσι]] στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι [[ἑξήκοντα]] δραχμαί = 120 στατ. ἀναβαίνουσιν εἰς 3360 δραχ., Δημ. 914. 14, κτλ.·― ἐπὶ τῶν διαφόρων ὡρῶν τῆς ἡμέρας, ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἐγένετο Θουκ. 7. 81, Ξεν., κτλ.· ἕως ἂν φῶς γένηται Πλάτ. Πρωτ. 311Α· ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Θουκ. 4. 32. 3) ἐπὶ συμβάντων, [[συμβαίνω]], καὶ ἐπὶ παρῳχ. χρόνων, ἔχω συμβῆ, κ.τ.τ.· γίγνεται [[ἄχος]] τινί, κτλ.· γίγνεται [[μάχη]], [[πόλεμος]], [[ἀνακωχή]], κτλ.· [[ἐκεχειρία]] γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 58· ἡ [[νόσος]] ἤρξατο γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 47· [[πνεῦμα]], [[ὕδωρ]], [[ὄμβρος]] γ. [[αὐτόθι]] 84, κτλ.· τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, ἑορτάζονται, ἄγονται, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28, Αἰσχίν. 59. 23, κτλ.· [[ψήφισμα]], [[κρίσις]] γ., τελεῖται, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· πιστὰ γίγνεται, ὅρκοι γ., δίδονται ὅρκοι, ὑποσχέσεις, κτλ., [[αὐτόθι]] 7. 4, 3, Δημ. 390. 28· γίγνεταί τι ὑπό τινος Θουκ. 6. 88, κτλ.· ἒκ ἢ ἀπό τινος Ἡροδ. 1. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 30· [[παρά]] τινος Πλάτ. Πολ. 614Α― ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, Δημ. 381. 22., 842. 15, κτλ.·― μ. δοτ. καὶ μετοχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (ἴδε ἐν λ. [[βούλομαι]], [[ἄσμενος]])· [[οὕτως]], οὐκ ἂν ἔμοι γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, δηλ. δὲν ἠδυνάμην νὰ [[περιμένω]] τοιαῦτα πράγματα νὰ γείνωσιν, Ὀδ. Γ. 228· ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Ἡρόδ. 9. 46, κτλ.·― ἐπὶ θυσιῶν, οἰωνῶν, κτλ., οὐ γὰρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστὰ ὁ αὐτ. 9. 61, πρβλ. 62· τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγ. Ξεν. Ἀν 6. 2, 9· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. συχν. παραλείπεται, τὰ [[διαβατήρια]] ἐγ., ἦσαν εὐνοϊκά, Θουκ. 5. 55, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 2. 14 κἑξ.·― κατ᾿ οὐδέτ. μετοχ., τὸ γενόμενον, τὸ συμβάν, τὸ γεγονός, τὸ [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 54· τὰ γενόμενα, τὰ γεγονότα, ἡ [[ἀλήθεια]], Ξεν. Κυρ. 3. 1, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὸ γιγνόμενον Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, κτλ.· τὰ γεγενημένα, πρότερον συμβάντα, τὸ παρελθόν, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 14· τὸ γενησόμενον, τὸ μέλλον, Θουκ. 1. 138·― ἐπὶ χρόνου, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, ὡς ἔφθασε, Ἠρόδ. 1. 113· ἕως ἂν χρόνοι γένωνται Πλάτ. Φαίδ. 108C· ἀλλὰ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ἔχω παρέλθει, ὡς διετὴς [[χρόνος]] ἐγεγόνεε Ἡρόδ. 2. 2· πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Πλάτ. Πρώτ. 320Α· [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις, εἰς τὸν προσήκοντα καιρόν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51· [[ἐντεῦθεν]], [[τακτικός]], [[συνήθης]], τὸ γιγν. [[τίμημα]] Δημ. 726. 26, πρβλ. 992. 3·― ἀπροσ., ἐγένετο [[ὥστε]]… ἢ ὡς…, συνέβη ὣστε.., Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, συχνὸν ἐν τῇ Κ. Δ.· [[ὡσαύτως]], γίγνεται εὑρεῖν, [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις, Θέογν. 639. ΙΙ. ἑπομένου κατηγορουμένου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα κατάστασιν, καταντῶ, Λατ. fieri, καὶ (ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις), εἶμαι [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], 1) συνοδευόμενον ὑπὸ οὐσιαστ., δηΐοισι δὲ [[χάρμα]] γ. Ἰλ. Ζ. 85, πρβλ. Θ. 282, Αἰσχύλ. Χο. 2, κτλ.· [οὖροι] [[νηῶν]] πομπῆες γιγν. Ὀδ. Δ. 362,κτλ.· πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, στρεφόμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, [[αὐτόθι]] 417· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ πεζοῖς, [[παντοῖος]] γ., ἑπομένου τοῦ μὴ μετ᾿ ἀπαρεμφ., Ἡρόδ. 3. 124· οὕτω, [[παντοῖος]] γ. δεόμενος ὁ αὐτ. 7. 10, 3· καὶ οὕτω παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι μετὰ παντοίων ὀνομάτων· σπανίως μετὰ μετοχ., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, ὃ ἐ. [[προδότης]] ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 588, πρβλ. Φ. 773, Θουκ. 3. 68, κτλ.·― μετ᾿ ἀντων., τί γένωμαι; τί νὰ γείνω;Αἰσχύλ. Θηβ. 297, πρβλ. Θεόκρ. 15. 51· οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Θουκ. 2. 52· σπανιώτερον, οὐκ ἔχω τὶς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905· γίγνονται πᾶν ὅ τι βούλονται Ἀριστοφ. Νεφ. 348. 2) μετ᾿ ἐπιρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, κακῶς συνέβησαν εἰς ἐμὲ (τὰ πράγματα), Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· εὖ, [[καλῶς]], [[ἡδέως]] γ., «πάει καλά», ἔχει [[καλῶς]], κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, κτλ.· [[δίχα]] γ., εἰς δύο διαιρεῖται, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· τριχῇ γ., εἶμαι εἰς [[τρία]] διῃρημένος, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2. 16· γ. [[ἐμποδών]], [[ἐκποδών]], [[ἐκεῖ]], ἐγγύς, κτλ. 3) ἀκολουθούμενον ὐπὸ πλαγίων πτώσεων τῶν οὐσιαστικῶν, α) μ. γεν., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, καθίσταμαι εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 25, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 107, κτλ.·― [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[ἀνήκω]] εἴς τινα, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 20·― εἶμαι ἢ [[γίγνομαι]] κύριός τινος, Λατ. compos esse, sui juris esse, [[ἑαυτοῦ]] γ. Σοφ. Ο. Κ. 660, Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, κτλ.· ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι Δημ. 42. 11· ([[ὡσαύτως]], ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ. Ἡρόδ. 1. 119· ἐν ἑαυτῷ γ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 17)· [[οὕτως]]. ἐλπίδος γίγνεσθαι Πλούτ. Φωκ. 23·― ἐπὶ πραγμάτων ἔχω τιμὴν… τόσον πωλοῦμαι, τόσον ἀξίζω, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾿ ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 662, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 33. β) μετὰ προθέσ., γ. ἀπὸ ἢ ἐκ δείπνου, ἔχω τελειώσει τὸ δεῖπνόν μου, Ἡρόδ. 2. 78, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἀπὸ ΙΙ, ἐκ ΙΙ. 2)· γ. ἀπό τινος, χωρίζομαι ἀπό τινος…, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25·― γ. εἴς τι, μεταβάλλομαι εἴς τι, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθὸν Θέογν. 164· γ. εἰς τόπον, [[ἔρχομαι]] εἰς θέσιν ἢ πλησίον…, Ἡρόδ. 5. 38· (παρ᾿ Ὁμ. καὶ [[ἄνευ]] προθ., ἐμὲ χρεὼ γ. Ὀδ. Δ. 634)· οὕτω, γ. τι εἴς τινα, ἔρχεται, συμβαίνει εἴς τινα, καταλαμβάνει τινά, Ἰσαῖ. 41. 39·― γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι, ἀπομακρύνεσθαι τῆς ὄψεως, τῆς ὁράσεώς τινος, Ἡρόδ. 5. 24· ἐξ ἀνθρώπων γ. ἐξαφανίζομαι ἐκ μέσου τῶν…, Παυσ. 4. 26, 6·―
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γεννιέμαι]], [[συμβαίνω]]). Ρίζα γενκαί μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασιασμό: γι → γι-γεν-ομαι καί μέ [[συγκοπή]] του ε → [[γίγνομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γενεά]], [[γενεαλογία]], [[γενάρχης]], ἡ [[γενέθλη]] (=[[φυλή]], ἀπόγονοι), [[γενέθλιος]], τό [[γένεθλον]] (=[[καταγωγή]]), [[γενέσιος]], τά γενέσια (=[[ἡμέρα]] σέ ἀνάμνηση τῶν νεκρῶν), [[γένεσις]], [[γενεσιουργός]] (=[[δημιουργός]]), [[γενέτειρα]] (=[[μητέρα]]), [[γενετήρ]], [[γενέτης]] (=[[πατέρας]]), [[γενετή]], [[γενετήριος]], [[γενέτωρ]], [[γενητός]], [[ἀγένητος]], [[γενικός]], [[γένος]] (=[[καταγωγή]]), [[μονογενής]], [[εὐγενής]] (=ἀπό καλό [[γένος]]), [[ἀγενής]], [[ἰθαγενής]], [[συγγενής]], [[γηγενής]] (=[[ντόπιος]]), [[ὁμογενής]], [[γνήσιος]], [[γνησιότης]], [[νεογνόν]], [[κασίγνητος]], [[γονεύς]], [[γονή]], [[γόνιμος]] (=[[εὔφορος]]), [[γόνος]] (=τό παιδί, γέννηση), [[ἀπόγονος]], [[ἐπίγονος]], [[ἐγγονός]], [[ὀψίγονος]] (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀργά), [[ζωογόνος]], μεταγενέστερος (ἀπό τό [[μεταγενής]]), [[προγενέστερος]] (ἀπό τό [[προγενής]]), [[δευτερογενής]], [[γυνή]] -γυναικός, [[γυναικεῖος]], [[Ἰφιγένεια]], [[παλιγγενεσία]], [[πρωτόγονος]], [[πώγων]] (τό πω προθεματ. Σημαίνει τό πηγούνι, μπροστά ἀπό τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρίζα γενκαί οἱ λέξεις: [[γάμος]], [[γαμβρός]].
|mantxt=(=[[γεννιέμαι]], [[συμβαίνω]]). Ρίζα γενκαί μέ ἐνεστ. ἀναδιπλασιασμό: γι → γι-γεν-ομαι καί μέ [[συγκοπή]] του ε → [[γίγνομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[γενεά]], [[γενεαλογία]], [[γενάρχης]], ἡ [[γενέθλη]] (=[[φυλή]], [[ἀπόγονοι]]), [[γενέθλιος]], τό [[γένεθλον]] (=[[καταγωγή]]), [[γενέσιος]], τά γενέσια (=[[ἡμέρα]] σέ ἀνάμνηση τῶν νεκρῶν), [[γένεσις]], [[γενεσιουργός]] (=[[δημιουργός]]), [[γενέτειρα]] (=[[μητέρα]]), [[γενετήρ]], [[γενέτης]] (=[[πατέρας]]), [[γενετή]], [[γενετήριος]], [[γενέτωρ]], [[γενητός]], [[ἀγένητος]], [[γενικός]], [[γένος]] (=[[καταγωγή]]), [[μονογενής]], [[εὐγενής]] (=ἀπό καλό [[γένος]]), [[ἀγενής]], [[ἰθαγενής]], [[συγγενής]], [[γηγενής]] (=[[ντόπιος]]), [[ὁμογενής]], [[γνήσιος]], [[γνησιότης]], [[νεογνόν]], [[κασίγνητος]], [[γονεύς]], [[γονή]], [[γόνιμος]] (=[[εὔφορος]]), [[γόνος]] (=τό παιδί, γέννηση), [[ἀπόγονος]], [[ἐπίγονος]], [[ἐγγονός]], [[ὀψίγονος]] (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀργά), [[ζωογόνος]], μεταγενέστερος (ἀπό τό [[μεταγενής]]), [[προγενέστερος]] (ἀπό τό [[προγενής]]), [[δευτερογενής]], [[γυνή]] -γυναικός, [[γυναικεῖος]], [[Ἰφιγένεια]], [[παλιγγενεσία]], [[πρωτόγονος]], [[πώγων]] (τό πω προθεματ. Σημαίνει τό πηγούνι, μπροστά ἀπό τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρίζα γενκαί οἱ λέξεις: [[γάμος]], [[γαμβρός]].
}}
}}