3,273,773
edits
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καμπύλη]], ἀγκίστρι). Ἀπό ρίζα αγκ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἄγκος]], [[ἀγκών]], [[ἄγκυρα]], [[ἄγκιστρον]], [[ἀγκύλη]].<br><b class="num">2</b> (=τό [[μέγεθος]] [[ἑνός]] πράγματος σέ ἔκταση καί [[βάρος]], [[κόπος]], [[δυσκολία]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ [[ἐνεγκεῖν]] ([[ἤνεγκον]] -[[φέρω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀγκηρός]] (=[[πρησμένος]]), [[ὀγκόω]] -ῶ (=[[ἱδρύω]], μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), [[ὀγκώδης]], [[ὄγκωμα]] (=[[πρήξιμο]]), [[ὄγκωσις]], [[ὀγκωτός]]. | |mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καμπύλη]], [[ἀγκίστρι]]). Ἀπό ρίζα αγκ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἄγκος]], [[ἀγκών]], [[ἄγκυρα]], [[ἄγκιστρον]], [[ἀγκύλη]].<br><b class="num">2</b> (=τό [[μέγεθος]] [[ἑνός]] πράγματος σέ ἔκταση καί [[βάρος]], [[κόπος]], [[δυσκολία]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ [[ἐνεγκεῖν]] ([[ἤνεγκον]] -[[φέρω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀγκηρός]] (=[[πρησμένος]]), [[ὀγκόω]] -ῶ (=[[ἱδρύω]], μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), [[ὀγκώδης]], [[ὄγκωμα]] (=[[πρήξιμο]]), [[ὄγκωσις]], [[ὀγκωτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |