Anonymous

ὄγκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καμπύλη]], ἀγκίστρι). Ἀπό ρίζα αγκ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἄγκος]], [[ἀγκών]], [[ἄγκυρα]], [[ἄγκιστρον]], [[ἀγκύλη]].<br><b class="num">2</b> (=τό [[μέγεθος]] [[ἑνός]] πράγματος σέ ἔκταση καί [[βάρος]], [[κόπος]], [[δυσκολία]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ [[ἐνεγκεῖν]] ([[ἤνεγκον]] -[[φέρω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀγκηρός]] (=[[πρησμένος]]), [[ὀγκόω]] -ῶ (=[[ἱδρύω]], μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), [[ὀγκώδης]], [[ὄγκωμα]] (=[[πρήξιμο]]), [[ὄγκωσις]], [[ὀγκωτός]].
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[καμπύλη]], [[ἀγκίστρι]]). Ἀπό ρίζα αγκ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ἄγκος]], [[ἀγκών]], [[ἄγκυρα]], [[ἄγκιστρον]], [[ἀγκύλη]].<br><b class="num">2</b> (=τό [[μέγεθος]] [[ἑνός]] πράγματος σέ ἔκταση καί [[βάρος]], [[κόπος]], [[δυσκολία]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ [[ἐνεγκεῖν]] ([[ἤνεγκον]] -[[φέρω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀγκηρός]] (=[[πρησμένος]]), [[ὀγκόω]] -ῶ (=[[ἱδρύω]], μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), [[ὀγκώδης]], [[ὄγκωμα]] (=[[πρήξιμο]]), [[ὄγκωσις]], [[ὀγκωτός]].
}}
}}
{{trml
{{trml