3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], τεκμαρτέον, [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], | |mantxt=(=[[ἀπόδειξη]]). Ἀπό τό [[τεκμαίρομαι]] (=[[συμπεραίνω]]) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό [[τέκμαρ]] (=ὁρισμένο σημεῖο, [[τέρμα]]) κι [[αὐτό]] Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ [[τίκτω]]. Παράγωγα τοῦ [[τεκμαίρομαι]]: [[τέκμαρσις]] (=[[ἐμπειρία]]), [[τεκμαρτέος]], τεκμαρτέον, [[τεκμαρτικός]] (=[[στοχαστικός]]), [[τεκμαρτός]], [[ἀξιοτέκμαρτος]] (=[[ἀξιόπιστος]]), [[ἀτέκμαρτος]] (=[[ἀβέβαιος]]), [[ἀτεκμάρτως]], [[δυστέκμαρτος]], [[τεκμηριόω|τεκμηριῶ]] (=[[ἀποδεικνύω]]), [[τεκμηρίωσις]] (=[[ἀπόδειξη]]). | ||
}} | }} |