ἀφορισμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορισμός''': ὁ, [[περιορισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 13. ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[διάκρισις]], Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 9. 2, 1, 1. 3, 5. 2) [[ὁρισμός]], Λατ. determinatio, Ἀριστ. Κατηγ. 5. 31. 3) βραχεῖα, περιληπτικὴ καὶ σαφὴς περιγραφὴ πράγματός τινος ἢ [[σύντομος]] ὁρισμὸς [[αὐτοῦ]], ὡς οἱ Ἀφορισμοὶ τοῦ Ἱπποκράτους.
|lstext='''ἀφορισμός''': ὁ, [[περιορισμός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 13. ΙΙ. ἀποχωρισμός, [[διάκρισις]], Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 9. 2, 1, 1. 3, 5. 2) [[ὁρισμός]], Λατ. determinatio, Ἀριστ. Κατηγ. 5. 31. 3) βραχεῖα, περιληπτικὴ καὶ σαφὴς περιγραφὴ πράγματός τινος ἢ [[σύντομος]] ὁρισμὸς αὐτοῦ, ὡς οἱ Ἀφορισμοὶ τοῦ Ἱπποκράτους.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
}}
}}