Anonymous

ἀφορισμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ὁ, 1) Abgränzung. Bestimmung, Theophr. – 2) ein kurzer Satz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, z. B. die Aphorismen des Hippokrates.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ὁ, 1) Abgränzung. Bestimmung, Theophr. – 2) ein kurzer Satz, der den Hauptbegriff einer Sache gedrängt zusammenfaßt, z. B. die Aphorismen des Hippokrates.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφορισμός:''' ὁ лог. определение Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
|mltxt=ο (AM [[ἀφορισμός]])<br /><b>1.</b> [[αξίωμα]], [[ορισμός]] [[σύντομος]] και [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστική [[ποινή]] που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια [[αποκοπή]] κάποιου πιστού από το [[σώμα]] της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάκριση]], [[ορισμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφορισμός:''' ὁ лог. определение Arst.
}}
}}