λίμνη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4"
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λίμνη]])<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κοίλωμα]] εδάφους που περιέχει [[νερό]] το οποίο δεν επικοινωνεί άμεσα με τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> τεχνητό [[κατασκεύασμα]] για [[συγκέντρωση]] πόσιμου ύδατος ή για βιομηχανικούς σκοπούς (α. «η [[λίμνη]] του Μαραθώνα» β. «ώρυσσε έλυτρον [[λίμνη]]», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>3.</b> [[ελώδης]] [[τόπος]], [[τέναγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[αφθονία]] υγρού χυμένου στο [[έδαφος]] («[[λίμνη]] αίματος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Λίμνη τών Κύκνων» — γνωστότατο [[μπαλέτο]] σε [[τέσσερεις]] πράξεις με [[μουσική]] Τσαϊκόφσκι<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Λίμναι</i><br />α) [[τοποθεσία]] τών Αθηνών [[κοντά]] στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον<br />β) [[συνοικία]] ή [[προάστιο]] της Σπάρτης<br />γ) [[τοποθεσία]] στη Μεσσηνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>λί</i>-<i>μνη</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μνη</i> ([[πρβλ]]. <i>στρω</i>-<i>μνή</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμνάζω]], [[λιμναίος]], [[λιμνήσιος]], [[λιμνίον]], [[λίμνιος]], [[λιμνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμνάτις]], [[λιμνηδόν]], [[λίμνηθεν]], [[λιμνηστρίς]], [[λίμνηστρον]], [[λιμνήτης]], [[λιμνιτικός]], [[λιμνίτις]], [[λιμνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμνίτσα]], [[λιμνούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμνόβιος]], [[λιμνοθάλασσα]], [[λιμνοφυής]], [[λιμνοχαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμνόδρομος]], [[λιμνόστρεον]], [[λιμνοσώματος]], [[λιμνουργός]], [[λιμνόχαρις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιμνοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμνογράφος]], [[λιμνοδίαιτος]], [[λιμνολογία]], [[λιμνομετρία]], [[λιμνόμετρο]], [[λιμνότοπος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[στομαλίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαλτολίμνη</i>, <i>θαλασσολίμνη</i>, [[ποταμολίμνη]]].
|mltxt=η (AM [[λίμνη]])<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κοίλωμα]] εδάφους που περιέχει [[νερό]] το οποίο δεν επικοινωνεί άμεσα με τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> τεχνητό [[κατασκεύασμα]] για [[συγκέντρωση]] πόσιμου ύδατος ή για βιομηχανικούς σκοπούς (α. «η [[λίμνη]] του Μαραθώνα» β. «ώρυσσε έλυτρον [[λίμνη]]», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>3.</b> [[ελώδης]] [[τόπος]], [[τέναγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[αφθονία]] υγρού χυμένου στο [[έδαφος]] («[[λίμνη]] αίματος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Λίμνη τών Κύκνων» — γνωστότατο [[μπαλέτο]] σε [[τέσσερεις]] πράξεις με [[μουσική]] Τσαϊκόφσκι<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Λίμναι</i><br />α) [[τοποθεσία]] τών Αθηνών [[κοντά]] στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον<br />β) [[συνοικία]] ή [[προάστιο]] της Σπάρτης<br />γ) [[τοποθεσία]] στη Μεσσηνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>λί</i>-<i>μνη</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μνη</i> ([[πρβλ]]. [[στρωμνή]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμνάζω]], [[λιμναίος]], [[λιμνήσιος]], [[λιμνίον]], [[λίμνιος]], [[λιμνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμνάτις]], [[λιμνηδόν]], [[λίμνηθεν]], [[λιμνηστρίς]], [[λίμνηστρον]], [[λιμνήτης]], [[λιμνιτικός]], [[λιμνίτις]], [[λιμνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμνίτσα]], [[λιμνούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμνόβιος]], [[λιμνοθάλασσα]], [[λιμνοφυής]], [[λιμνοχαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμνόδρομος]], [[λιμνόστρεον]], [[λιμνοσώματος]], [[λιμνουργός]], [[λιμνόχαρις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιμνοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμνογράφος]], [[λιμνοδίαιτος]], [[λιμνολογία]], [[λιμνομετρία]], [[λιμνόμετρο]], [[λιμνότοπος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[στομαλίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαλτολίμνη</i>, <i>θαλασσολίμνη</i>, [[ποταμολίμνη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm