προ-: Difference between revisions

14 bytes removed ,  11 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] <i>πρό</i>. Το <i>προ</i>- συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. της προτεραιότητας ως [[προς]] τον [[τόπο]], τον χρόνο ή την [[τάξη]], [[αλλά]] με ποικίλες επιμέρους αποχρώσεις: α) [[μπροστά]] με [[καθαρά]] τοπική [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>δομος</i>, <i>προ</i>-[[μέτωπος]], <i>προ</i>-<i>πύλαια</i>, <i>προ</i>-[[χωρώ]]) και κατ' [[επέκταση]] με σημ. «ενώπιον, [[μπροστά]] σε όλους, [[δημόσια]], [[φανερά]]» ([[πρβλ]]. [[προαγορεύω]], [[προγράφω]]), [[αλλά]] και μεταφορικά με τη [[σημασία]] της υπεράσπισης, της προφύλαξης με την [[έννοια]] ότι «[[μπαίνω]] [[μπροστά]] για να προστατεύσω [[κάτι]] ή κάποιον» (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[ασπίζω]], <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>, <i>προ</i>-[[φυλάσσω]])<br />β) στη [[θέση]] άλλου, ως [[αντικαταστάτης]] ή [[αντιπρόσωπος]] άλλων ([[πρβλ]]. [[πρόμαντις]], [[πρόξενος]])<br />γ) [[απόσταση]], [[απομάκρυνση]] από [[κάτι]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>άστιο</i>), [[αλλά]] και [[εγκατάλειψη]] κάποιου [[μακριά]] και έξω (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[δίδωμι]], <i>προ</i>-[[λείπω]], <i>προ</i>-[[φεύγω]])<br />δ) [[εγγύτητα]], [[ετοιμότητα]] ([[πρβλ]]. [[πρόθυμος]], [[πρόφρων]], [[πρόχειρος]])<br />ε) εκ τών προτέρων, πρωτύτερα, [[προηγουμένως]], σύμφωνα με τη χρονική [[σημασία]] της <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[καταβάλλω]], <i>προ</i>-<i>νοώ</i>, <i>προ</i>-[[πληρώνω]], <i>προ</i>-[[πονώ]]), απ' όπου προήλθε και η ειδικότερη [[σημασία]] της εκ τών προτέρων πρόβλεψης, προαίσθησης ή προφητείας ([[πρβλ]]. [[προλέγω]], [[προμαντεύω]])<br />στ) πρόωρα, [[πριν]] από την κατάλληλη [[στιγμή]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[θνήσκω]], <i>πρό</i>-<i>μοιρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>)<br />ζ) πρωτοπορία στην [[εκτέλεση]] κάποιας ενέργειας (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[αδικώ]], <i>προ</i>-[[διαπλέω]], <i>πρό</i>-ειμι), απ' όπου και η [[σημασία]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με άλλους (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>δρομος</i>, <i>προ</i>-[[πορεύομαι]])<br />η) [[προτεραιότητα]] σε κάποια [[σειρά]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γιαγιά]], <i>προ</i>-[[πάτωρ]], <i>πρό</i>-<i>ποδες</i>), αρχικό, προκαταρκτικό [[στάδιο]] σε μια [[σειρά]] ενεργειών ([[πρβλ]]. [[προάγων]], [[πρόλογος]], [[προοίμιο]]), [[καθώς]] και την ειδικότερη σημ. της πρωτοκαθεδρίας, της κατοχής της πρώτης θέσης [[μεταξύ]] άλλων, της θέσης του προεξάρχοντος (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>, <i>προ</i>-[[καθέζομαι]])<br />θ) [[επίταση]] ή [[επαύξηση]] της έννοιας του β' συνθετικού, [[χρήση]] η οποία προήλθε από τη σημ. της πρόθεσης <i>πρό</i> «περισσότερο από, [[κυρίως]]» ([[πρβλ]]. [[πρόδηλος]], [[πρόπαλαι]], [[πρόρριζος]]), απ' όπου προέρχεται πιθ. και η σημ.: ι) [[προτίμηση]], [[εκλογή]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>αιρούμαι</i>, <i>προ</i>-[[κρίνω]], <i>προ</i>-[[τιμώ]]). Με το <i>προ</i>- πλάστηκαν, [[τέλος]], αρκετοί ξένοι επιστημον. όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[προνύμφη]] <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>nymph</i>, <i>πρό</i>-<i>νωτο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>notum</i>, <i>προ</i>-<i>όστρακο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>ostracum</i>).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό <i>προ</i>-: [[προαγγέλλω]], [[προαγοράζω]], [[προάγω]], [[προαγών]], [[προαγωνίζομαι]], [[προαναγγέλλω]], [[προανακύπτω]], [[προαναφέρω]], [[προαπαγορεύω]], [[προαπέρχομαι]], [[προαποστέλλω]], [[προασπίζω]], [[προάστιο]](<i>ν</i>), [[προβαδίζω]], [[προβαίνω]], [[προβάλλω]], [[προβιβάζω]], [[προβλέπω]], [[προβοσκίς]] (-<i>ίδα</i>), [[πρόγαμος]], [[προγεύομαι]], [[πρόγονος]], [[προγράφω]], [[προγυμνάζω]], [[πρόδηλος]], [[προδιαγράφω]], [[προδίδωμι]](-[[δίδω]]), [[προδικάζω]], [[πρόδομος]], [[πρόδρομος]], [[πρόεδρος]], [[προεκτείνω]], [[προελαύνω]], [[προεξαγγέλλω]], [[προεξάγω]], [[προεξέχω]], [[προέρχομαι]], [[προετοιμάζω]], [[προέχω]], [[προζύμι]](<i>ον</i>), [[προηγούμαι]], [[προθερμαίνω]], [[προθεσμία]], [[προθεσπίζω]], [[πρόθυμος]], [[πρόθυρο]](<i>ν</i>), [[προΐσταμαι]], [[προκάθημαι]], [[προκαλύπτω]], [[προκαλώ]], [[προκαταβάλλω]], [[προκαταλαμβάνω]], [[προκατασκευάζω]], [[προκόπτω]](-[[κόβω]]), [[προκρίνω]], [[προκυμαία]], [[προκύπτω]], [[προλαμβάνω]], [[προλέγω]], [[προμαντεύω]], [[πρόμαχος]], [[προμηνύω]], [[πρόναος]], <i>προνομιών</i>), [[προνοώ]], [[πρόξενος]], [[πρόοδος]], [[προοίμιο]](<i>ν</i>), [[προορίζω]], [[προορώ]], [[προπαιδεύω]], [[προπάππος]], [[προπαροξύτονος]], [[προπέμπω]], [[προπέρυσι]], [[προπετής]], [[προπίνω]], [[προπονώ]], [[προπορεύομαι]], [[πρόπους]], [[προπύλαιος]], [[πρόρριζος]], [[προσημαίνω]], [[πρόσκοπος]], [[προστάτης]], [[προτάσσω]], [[προτείνω]], [[προτίθεμαι]], [[προτιμώ]], [[προτρέπω]], [[προτρέχω]], [[πρότυπο]](<i>ν</i>), [[προϋπαντώ]], [[προϋπάρχω]], [[προϋποτίθημι]](-[[θέτω]]), [[προφανής]], [[προφέρω]], [[προφθάνω]], [[προφυλάσσω]], [[πρόχειρος]], [[προχέω]], [[προχθές]], [[προχωρώ]], [[προωθώ]], [[πρόωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προαγρυπνώ]], [[προαδικώ]], [[προαδυνατώ]], [[πρόαιθρον]], [[προαισυμνώ]], [[προακονώ]], [[προαλής]], [[προαλίσκομαι]], [[προαμύνομαι]], [[προαναβάλλομαι]], [[προαναβοώ]], [[προαναγκάζω]], [[προαναγράφω]], [[προαναλαμβάνω]], [[προαναπλέω]], [[προανθώ]], [[προανούσιος]], [[προαπολήγω]], [[προαπορώ]], [[προαρχή]], [[προαφικνούμαι]], [[προβαθύς]], [[προβλαστάνω]], [[προβοώ]], [[προγηράσκω]], [[προγίγνομαι]], [[προδείκνυμι]], [[προδιαλογίζομαι]], [[πρόδικος]], [[προδιώκω]], [[πρόειμι]] (I), [[προεκρήγνυμαι]], [[προενέδρα]], [[προεξεγείρω]], [[προεξελαύνω]], [[προεπιτίθεμαι]], [[προθεραπεύω]], <i>προθυώ</i>, [[προκαθέζομαι]], [[προκαθεύδω]], [[πρόκακος]], [[προκατάρχω]], [[προκατέχω]], [[προκιθαριστής]], [[προκινώ]], [[προκοιτών]], [[προκρούω]], [[προλαγχάνω]], [[προλείπω]], [[προμανθάνω]], [[προμάχομαι]], [[προοικονομώ]], [[πρόπαλαι]], [[προπένθερος]], [[προπετάννυμι]], [[προπολεμώ]], [[προσκέπασμα]], [[προτελώ]], [[προτιμωρώ]], [[προφεύγω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προαμαρτάνω]], [[προαμέλγω]], [[προαναμέλπω]], [[προάναρχος]], [[προαποκαλύπτω]], [[προαποκτείνω]], [[προαρδεύω]], [[προάρχω]], [[προβαπτίζω]], [[πρόδοξος]], [[προδωμάτιον]], [[προεγείρω]], [[πρόειμι]] (II), [[προεμπίπτω]], [[προεπισημαίνω]], [[προθεωρώ]], [[προκαθαίρω]], [[προκαθαιρώ]], [[προκαθηγούμαι]], [[προκαταβάπτω]], [[προκαταστέλλω]], [[προμαλάσσω]], [[προμαρτυρώ]], [[πρόοικος]], [[προπάλαιος]], [[προπηδώ]], [[προτέμνω]], [[προτίκτω]], [[προφωνώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προαγαπώ]], [[προαιτία]], [[προαιχμαλωτίζω]], [[προανάπτω]], [[προανάστασις]], [[προαποθεσπίζω]], [[προαποκτώμαι]], [[προαποτελώ]], [[προαφορίζω]], [[προεγκλείω]], [[προεκπνέω]], [[προενταφιάζομαι]], [[προεξασκώ]], [[προεπικαλούμαι]], [[προθέλω]], [[προκαταλιπαρώ]], [[προκατεγγυώ]], [[προκροτώ]], [[προοφθαλμίς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προαποδημώ]], [[προπαίρνω]], [[προτελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαδαμιαίος]], [[προάλλες]], [[προαναφλέγω]], [[προαποφασίζω]], [[προάριστο]], [[προγεφύρωμα]], [[προγιαγιά]], [[προγούλι]], [[πρόδειπνο]], [[πρόδωμα]], [[προειδοποιώ]], [[προεκλογικός]], [[προεκπαίδευση]], [[Προέλληνες]], [[προεσπερίδα]], [[προζύμωση]], [[προημιτελικός]], [[προθάλαμος]], [[προϊδεάζω]], [[προϊόν]], [[προϊστορία]], <i>προκατακλυσμιαίος</i>, [[προκάτοχος]], [[προνύμφη]], [[πρόνωτο]], [[προοιωνίζομαι]], [[προόστρακο]], [[προπαραμονή]], [[προπερασμένος]], [[προπληρώνω]], [[προπολεμικός]], <i>προσεισμοί</i>, [[προσημειώνω]], [[προσύμφωνο]], [[προϋπολογίζω]], [[προφυλακίζω]].
|mltxt=α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην [[πρόθεση]] <i>πρό</i>. Το <i>προ</i>- συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. της προτεραιότητας ως [[προς]] τον [[τόπο]], τον χρόνο ή την [[τάξη]], [[αλλά]] με ποικίλες επιμέρους αποχρώσεις: α) [[μπροστά]] με [[καθαρά]] τοπική [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>δομος</i>, <i>προ</i>-[[μέτωπος]], <i>προ</i>-<i>πύλαια</i>, <i>προ</i>-[[χωρώ]]) και κατ' [[επέκταση]] με σημ. «ενώπιον, [[μπροστά]] σε όλους, [[δημόσια]], [[φανερά]]» ([[πρβλ]]. [[προαγορεύω]], [[προγράφω]]), [[αλλά]] και μεταφορικά με τη [[σημασία]] της υπεράσπισης, της προφύλαξης με την [[έννοια]] ότι «[[μπαίνω]] [[μπροστά]] για να προστατεύσω [[κάτι]] ή κάποιον» (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[ασπίζω]], <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>, <i>προ</i>-[[φυλάσσω]])<br />β) στη [[θέση]] άλλου, ως [[αντικαταστάτης]] ή [[αντιπρόσωπος]] άλλων ([[πρβλ]]. [[πρόμαντις]], [[πρόξενος]])<br />γ) [[απόσταση]], [[απομάκρυνση]] από [[κάτι]] ([[πρβλ]]. [[προάστιο]]), [[αλλά]] και [[εγκατάλειψη]] κάποιου [[μακριά]] και έξω (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[δίδωμι]], <i>προ</i>-[[λείπω]], <i>προ</i>-[[φεύγω]])<br />δ) [[εγγύτητα]], [[ετοιμότητα]] ([[πρβλ]]. [[πρόθυμος]], [[πρόφρων]], [[πρόχειρος]])<br />ε) εκ τών προτέρων, πρωτύτερα, [[προηγουμένως]], σύμφωνα με τη χρονική [[σημασία]] της <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[καταβάλλω]], <i>προ</i>-<i>νοώ</i>, <i>προ</i>-[[πληρώνω]], <i>προ</i>-[[πονώ]]), απ' όπου προήλθε και η ειδικότερη [[σημασία]] της εκ τών προτέρων πρόβλεψης, προαίσθησης ή προφητείας ([[πρβλ]]. [[προλέγω]], [[προμαντεύω]])<br />στ) πρόωρα, [[πριν]] από την κατάλληλη [[στιγμή]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[θνήσκω]], <i>πρό</i>-<i>μοιρος</i>, <i>πρό</i>-<i>ωρος</i>)<br />ζ) πρωτοπορία στην [[εκτέλεση]] κάποιας ενέργειας (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[αδικώ]], <i>προ</i>-[[διαπλέω]], <i>πρό</i>-ειμι), απ' όπου και η [[σημασία]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με άλλους (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>δρομος</i>, <i>προ</i>-[[πορεύομαι]])<br />η) [[προτεραιότητα]] σε κάποια [[σειρά]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[γιαγιά]], <i>προ</i>-[[πάτωρ]], <i>πρό</i>-<i>ποδες</i>), αρχικό, προκαταρκτικό [[στάδιο]] σε μια [[σειρά]] ενεργειών ([[πρβλ]]. [[προάγων]], [[πρόλογος]], [[προοίμιο]]), [[καθώς]] και την ειδικότερη σημ. της πρωτοκαθεδρίας, της κατοχής της πρώτης θέσης [[μεταξύ]] άλλων, της θέσης του προεξάρχοντος (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>, <i>προ</i>-[[καθέζομαι]])<br />θ) [[επίταση]] ή [[επαύξηση]] της έννοιας του β' συνθετικού, [[χρήση]] η οποία προήλθε από τη σημ. της πρόθεσης <i>πρό</i> «περισσότερο από, [[κυρίως]]» ([[πρβλ]]. [[πρόδηλος]], [[πρόπαλαι]], [[πρόρριζος]]), απ' όπου προέρχεται πιθ. και η σημ.: ι) [[προτίμηση]], [[εκλογή]] (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>αιρούμαι</i>, <i>προ</i>-[[κρίνω]], <i>προ</i>-[[τιμώ]]). Με το <i>προ</i>- πλάστηκαν, [[τέλος]], αρκετοί ξένοι επιστημον. όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[προνύμφη]] <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>nymph</i>, <i>πρό</i>-<i>νωτο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>notum</i>, <i>προ</i>-<i>όστρακο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>pro</i>-<i>ostracum</i>).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό <i>προ</i>-: [[προαγγέλλω]], [[προαγοράζω]], [[προάγω]], [[προαγών]], [[προαγωνίζομαι]], [[προαναγγέλλω]], [[προανακύπτω]], [[προαναφέρω]], [[προαπαγορεύω]], [[προαπέρχομαι]], [[προαποστέλλω]], [[προασπίζω]], [[προάστιο]](<i>ν</i>), [[προβαδίζω]], [[προβαίνω]], [[προβάλλω]], [[προβιβάζω]], [[προβλέπω]], [[προβοσκίς]] (-<i>ίδα</i>), [[πρόγαμος]], [[προγεύομαι]], [[πρόγονος]], [[προγράφω]], [[προγυμνάζω]], [[πρόδηλος]], [[προδιαγράφω]], [[προδίδωμι]](-[[δίδω]]), [[προδικάζω]], [[πρόδομος]], [[πρόδρομος]], [[πρόεδρος]], [[προεκτείνω]], [[προελαύνω]], [[προεξαγγέλλω]], [[προεξάγω]], [[προεξέχω]], [[προέρχομαι]], [[προετοιμάζω]], [[προέχω]], [[προζύμι]](<i>ον</i>), [[προηγούμαι]], [[προθερμαίνω]], [[προθεσμία]], [[προθεσπίζω]], [[πρόθυμος]], [[πρόθυρο]](<i>ν</i>), [[προΐσταμαι]], [[προκάθημαι]], [[προκαλύπτω]], [[προκαλώ]], [[προκαταβάλλω]], [[προκαταλαμβάνω]], [[προκατασκευάζω]], [[προκόπτω]](-[[κόβω]]), [[προκρίνω]], [[προκυμαία]], [[προκύπτω]], [[προλαμβάνω]], [[προλέγω]], [[προμαντεύω]], [[πρόμαχος]], [[προμηνύω]], [[πρόναος]], <i>προνομιών</i>), [[προνοώ]], [[πρόξενος]], [[πρόοδος]], [[προοίμιο]](<i>ν</i>), [[προορίζω]], [[προορώ]], [[προπαιδεύω]], [[προπάππος]], [[προπαροξύτονος]], [[προπέμπω]], [[προπέρυσι]], [[προπετής]], [[προπίνω]], [[προπονώ]], [[προπορεύομαι]], [[πρόπους]], [[προπύλαιος]], [[πρόρριζος]], [[προσημαίνω]], [[πρόσκοπος]], [[προστάτης]], [[προτάσσω]], [[προτείνω]], [[προτίθεμαι]], [[προτιμώ]], [[προτρέπω]], [[προτρέχω]], [[πρότυπο]](<i>ν</i>), [[προϋπαντώ]], [[προϋπάρχω]], [[προϋποτίθημι]](-[[θέτω]]), [[προφανής]], [[προφέρω]], [[προφθάνω]], [[προφυλάσσω]], [[πρόχειρος]], [[προχέω]], [[προχθές]], [[προχωρώ]], [[προωθώ]], [[πρόωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προαγρυπνώ]], [[προαδικώ]], [[προαδυνατώ]], [[πρόαιθρον]], [[προαισυμνώ]], [[προακονώ]], [[προαλής]], [[προαλίσκομαι]], [[προαμύνομαι]], [[προαναβάλλομαι]], [[προαναβοώ]], [[προαναγκάζω]], [[προαναγράφω]], [[προαναλαμβάνω]], [[προαναπλέω]], [[προανθώ]], [[προανούσιος]], [[προαπολήγω]], [[προαπορώ]], [[προαρχή]], [[προαφικνούμαι]], [[προβαθύς]], [[προβλαστάνω]], [[προβοώ]], [[προγηράσκω]], [[προγίγνομαι]], [[προδείκνυμι]], [[προδιαλογίζομαι]], [[πρόδικος]], [[προδιώκω]], [[πρόειμι]] (I), [[προεκρήγνυμαι]], [[προενέδρα]], [[προεξεγείρω]], [[προεξελαύνω]], [[προεπιτίθεμαι]], [[προθεραπεύω]], <i>προθυώ</i>, [[προκαθέζομαι]], [[προκαθεύδω]], [[πρόκακος]], [[προκατάρχω]], [[προκατέχω]], [[προκιθαριστής]], [[προκινώ]], [[προκοιτών]], [[προκρούω]], [[προλαγχάνω]], [[προλείπω]], [[προμανθάνω]], [[προμάχομαι]], [[προοικονομώ]], [[πρόπαλαι]], [[προπένθερος]], [[προπετάννυμι]], [[προπολεμώ]], [[προσκέπασμα]], [[προτελώ]], [[προτιμωρώ]], [[προφεύγω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προαμαρτάνω]], [[προαμέλγω]], [[προαναμέλπω]], [[προάναρχος]], [[προαποκαλύπτω]], [[προαποκτείνω]], [[προαρδεύω]], [[προάρχω]], [[προβαπτίζω]], [[πρόδοξος]], [[προδωμάτιον]], [[προεγείρω]], [[πρόειμι]] (II), [[προεμπίπτω]], [[προεπισημαίνω]], [[προθεωρώ]], [[προκαθαίρω]], [[προκαθαιρώ]], [[προκαθηγούμαι]], [[προκαταβάπτω]], [[προκαταστέλλω]], [[προμαλάσσω]], [[προμαρτυρώ]], [[πρόοικος]], [[προπάλαιος]], [[προπηδώ]], [[προτέμνω]], [[προτίκτω]], [[προφωνώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προαγαπώ]], [[προαιτία]], [[προαιχμαλωτίζω]], [[προανάπτω]], [[προανάστασις]], [[προαποθεσπίζω]], [[προαποκτώμαι]], [[προαποτελώ]], [[προαφορίζω]], [[προεγκλείω]], [[προεκπνέω]], [[προενταφιάζομαι]], [[προεξασκώ]], [[προεπικαλούμαι]], [[προθέλω]], [[προκαταλιπαρώ]], [[προκατεγγυώ]], [[προκροτώ]], [[προοφθαλμίς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προαποδημώ]], [[προπαίρνω]], [[προτελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαδαμιαίος]], [[προάλλες]], [[προαναφλέγω]], [[προαποφασίζω]], [[προάριστο]], [[προγεφύρωμα]], [[προγιαγιά]], [[προγούλι]], [[πρόδειπνο]], [[πρόδωμα]], [[προειδοποιώ]], [[προεκλογικός]], [[προεκπαίδευση]], [[Προέλληνες]], [[προεσπερίδα]], [[προζύμωση]], [[προημιτελικός]], [[προθάλαμος]], [[προϊδεάζω]], [[προϊόν]], [[προϊστορία]], <i>προκατακλυσμιαίος</i>, [[προκάτοχος]], [[προνύμφη]], [[πρόνωτο]], [[προοιωνίζομαι]], [[προόστρακο]], [[προπαραμονή]], [[προπερασμένος]], [[προπληρώνω]], [[προπολεμικός]], <i>προσεισμοί</i>, [[προσημειώνω]], [[προσύμφωνο]], [[προϋπολογίζω]], [[προφυλακίζω]].
}}
}}