προ-

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek (Liddell-Scott)

προ-: συνάπτω, συνάπτωσυνδέω πρότερον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ- συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. της προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη, αλλά με ποικίλες επιμέρους αποχρώσεις: α) μπροστά με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. πρό-δομος, προ-μέτωπος, προ-πύλαια, προ-χωρώ) και κατ' επέκταση με σημ. «ενώπιον, μπροστά σε όλους, δημόσια, φανερά» (πρβλ. προαγορεύω, προγράφω), αλλά και μεταφορικά με τη σημασία της υπεράσπισης, της προφύλαξης με την έννοια ότι «μπαίνω μπροστά για να προστατεύσω κάτι ή κάποιον» (πρβλ. προ-ασπίζω, πρό-μαχος, προ-φυλάσσω)
β) στη θέση άλλου, ως αντικαταστάτης ή αντιπρόσωπος άλλων (πρβλ. πρόμαντις, πρόξενος)
γ) απόσταση, απομάκρυνση από κάτι (πρβλ. προάστιο), αλλά και εγκατάλειψη κάποιου μακριά και έξω (πρβλ. προ-δίδωμι, προ-λείπω, προ-φεύγω)
δ) εγγύτητα, ετοιμότητα (πρβλ. πρόθυμος, πρόφρων, πρόχειρος)
ε) εκ τών προτέρων, πρωτύτερα, προηγουμένως, σύμφωνα με τη χρονική σημασία της πρό (πρβλ. προ-καταβάλλω, προ-νοώ, προ-πληρώνω, προ-πονώ), απ' όπου προήλθε και η ειδικότερη σημασία της εκ τών προτέρων πρόβλεψης, προαίσθησης ή προφητείας (πρβλ. προλέγω, προμαντεύω)
στ) πρόωρα, πριν από την κατάλληλη στιγμή (πρβλ. προ-θνήσκω, πρό-μοιρος, πρό-ωρος)
ζ) πρωτοπορία στην εκτέλεση κάποιας ενέργειας (πρβλ. προ-αδικώ, προ-διαπλέω, πρό-ειμι), απ' όπου και η σημασία της υπεροχής σε σχέση με άλλους (πρβλ. πρό-δρομος, προ-πορεύομαι)
η) προτεραιότητα σε κάποια σειρά (πρβλ. προ-γιαγιά, προ-πάτωρ, πρό-ποδες), αρχικό, προκαταρκτικό στάδιο σε μια σειρά ενεργειών (πρβλ. προάγων, πρόλογος, προοίμιο), καθώς και την ειδικότερη σημ. της πρωτοκαθεδρίας, της κατοχής της πρώτης θέσης μεταξύ άλλων, της θέσης του προεξάρχοντος (πρβλ. πρό-εδρος, προ-καθέζομαι)
θ) επίταση ή επαύξηση της έννοιας του β' συνθετικού, χρήση η οποία προήλθε από τη σημ. της πρόθεσης πρό «περισσότερο από, κυρίως» (πρβλ. πρόδηλος, πρόπαλαι, πρόρριζος), απ' όπου προέρχεται πιθ. και η σημ.: ι) προτίμηση, εκλογή (πρβλ. προ-αιρούμαι, προ-κρίνω, προ-τιμώ). Με το προ- πλάστηκαν, τέλος, αρκετοί ξένοι επιστημον. όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. προνύμφη < pro-nymph, πρό-νωτο < pro-notum, προ-όστρακο < pro-ostracum).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό προ-: προαγγέλλω, προαγοράζω, προάγω, προαγών, προαγωνίζομαι, προαναγγέλλω, προανακύπτω, προαναφέρω, προαπαγορεύω, προαπέρχομαι, προαποστέλλω, προασπίζω, προάστιο(ν), προβαδίζω, προβαίνω, προβάλλω, προβιβάζω, προβλέπω, προβοσκίς (-ίδα), πρόγαμος, προγεύομαι, πρόγονος, προγράφω, προγυμνάζω, πρόδηλος, προδιαγράφω, προδίδωμι(-δίδω), προδικάζω, πρόδομος, πρόδρομος, πρόεδρος, προεκτείνω, προελαύνω, προεξαγγέλλω, προεξάγω, προεξέχω, προέρχομαι, προετοιμάζω, προέχω, προζύμι(ον), προηγούμαι, προθερμαίνω, προθεσμία, προθεσπίζω, πρόθυμος, πρόθυρο(ν), προΐσταμαι, προκάθημαι, προκαλύπτω, προκαλώ, προκαταβάλλω, προκαταλαμβάνω, προκατασκευάζω, προκόπτω(-κόβω), προκρίνω, προκυμαία, προκύπτω, προλαμβάνω, προλέγω, προμαντεύω, πρόμαχος, προμηνύω, πρόναος, προνομιών), προνοώ, πρόξενος, πρόοδος, προοίμιο(ν), προορίζω, προορώ, προπαιδεύω, προπάππος, προπαροξύτονος, προπέμπω, προπέρυσι, προπετής, προπίνω, προπονώ, προπορεύομαι, πρόπους, προπύλαιος, πρόρριζος, προσημαίνω, πρόσκοπος, προστάτης, προτάσσω, προτείνω, προτίθεμαι, προτιμώ, προτρέπω, προτρέχω, πρότυπο(ν), προϋπαντώ, προϋπάρχω, προϋποτίθημι(-θέτω), προφανής, προφέρω, προφθάνω, προφυλάσσω, πρόχειρος, προχέω, προχθές, προχωρώ, προωθώ, πρόωρος
αρχ.
προαγρυπνώ, προαδικώ, προαδυνατώ, πρόαιθρον, προαισυμνώ, προακονώ, προαλής, προαλίσκομαι, προαμύνομαι, προαναβάλλομαι, προαναβοώ, προαναγκάζω, προαναγράφω, προαναλαμβάνω, προαναπλέω, προανθώ, προανούσιος, προαπολήγω, προαπορώ, προαρχή, προαφικνούμαι, προβαθύς, προβλαστάνω, προβοώ, προγηράσκω, προγίγνομαι, προδείκνυμι, προδιαλογίζομαι, πρόδικος, προδιώκω, πρόειμι (I), προεκρήγνυμαι, προενέδρα, προεξεγείρω, προεξελαύνω, προεπιτίθεμαι, προθεραπεύω, προθυώ, προκαθέζομαι, προκαθεύδω, πρόκακος, προκατάρχω, προκατέχω, προκιθαριστής, προκινώ, προκοιτών, προκρούω, προλαγχάνω, προλείπω, προμανθάνω, προμάχομαι, προοικονομώ, πρόπαλαι, προπένθερος, προπετάννυμι, προπολεμώ, προσκέπασμα, προτελώ, προτιμωρώ, προφεύγω
αρχ.-μσν.
προαμαρτάνω, προαμέλγω, προαναμέλπω, προάναρχος, προαποκαλύπτω, προαποκτείνω, προαρδεύω, προάρχω, προβαπτίζω, πρόδοξος, προδωμάτιον, προεγείρω, πρόειμι (II), προεμπίπτω, προεπισημαίνω, προθεωρώ, προκαθαίρω, προκαθαιρώ, προκαθηγούμαι, προκαταβάπτω, προκαταστέλλω, προμαλάσσω, προμαρτυρώ, πρόοικος, προπάλαιος, προπηδώ, προτέμνω, προτίκτω, προφωνώ
μσν.
προαγαπώ, προαιτία, προαιχμαλωτίζω, προανάπτω, προανάστασις, προαποθεσπίζω, προαποκτώμαι, προαποτελώ, προαφορίζω, προεγκλείω, προεκπνέω, προενταφιάζομαι, προεξασκώ, προεπικαλούμαι, προθέλω, προκαταλιπαρώ, προκατεγγυώ, προκροτώ, προοφθαλμίς
μσν.- νεοελλ.
προαποδημώ, προπαίρνω, προτελευταίος
νεοελλ.
προαδαμιαίος, προάλλες, προαναφλέγω, προαποφασίζω, προάριστο, προγεφύρωμα, προγιαγιά, προγούλι, πρόδειπνο, πρόδωμα, προειδοποιώ, προεκλογικός, προεκπαίδευση, Προέλληνες, προεσπερίδα, προζύμωση, προημιτελικός, προθάλαμος, προϊδεάζω, προϊόν, προϊστορία, προκατακλυσμιαίος, προκάτοχος, προνύμφη, πρόνωτο, προοιωνίζομαι, προόστρακο, προπαραμονή, προπερασμένος, προπληρώνω, προπολεμικός, προσεισμοί, προσημειώνω, προσύμφωνο, προϋπολογίζω, προφυλακίζω.