σκύλαξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ο, ΝΑ, θηλ. [[σκυλάκαινα]] και [[σκυλάκη]], Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[νεογνό]] του σκύλου, μικρό [[σκυλάκι]], [[κουτάβι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκύλος]] ή η [[σκύλα]] («ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο διεσπάσαντο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[Κέρβερος]], ο [[μυθικός]] [[σκύλος]] και [[φύλακας]] του Άδη («τον θ' ὑπὸ χθονὸς Ἅδου τρίκρανον σκύλακ', ἀπρόσμαχον [[τέρας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[νεογνό]] [[κάθε]] ζώου («ὠκύδρομοι σκύλακες, φιλόμουσοι δελφῑνες», Αρίων)<br /><b>4.</b> [[αλυσίδα]]<br /><b>5.</b> [[περιλαίμιο]] («καὶ σκύλακα σιδηροῦν ἑκάστῳ περιθεῖναι περὶ τὸν τράχηλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σχῆμα]] ἀφροδισιακόν»<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που ακολουθεί πιστά κάποιον («σκύλακες Ζηνοδότου» — οι γραμματικοί της σχολής του Ζηνοδότου, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονόματα μικρών ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>σπάλ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>skul</i>- της ΙΕ ρίζας <i>skuel</i> «[[φλυαρώ]], [[φωνάζω]]» και συνδέεται με το αρμ. <i>cul</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]». Η [[άποψη]] αυτή θα ήταν πολύ πιθανή, αν δεν προσέκρουε σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα λιθουαν. <i>skalikas</i> «κυνηγόσκυλο» και <i>kalė</i> «[[σκύλα]]». Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]», ενώ [[τέλος]] ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα [[σκύμνος]] «μικρό ζώο, [[νεογνό]]» και [[σκύλλω]] «[[ξεσχίζω]], [[κατασπαράσσω]]»].
|mltxt=-ακος, ο, ΝΑ, θηλ. [[σκυλάκαινα]] και [[σκυλάκη]], Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[νεογνό]] του σκύλου, μικρό [[σκυλάκι]], [[κουτάβι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σκύλος]] ή η [[σκύλα]] («ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο διεσπάσαντο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[Κέρβερος]], ο [[μυθικός]] [[σκύλος]] και [[φύλακας]] του Άδη («τον θ' ὑπὸ χθονὸς Ἅδου τρίκρανον σκύλακ', ἀπρόσμαχον [[τέρας]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[νεογνό]] [[κάθε]] ζώου («ὠκύδρομοι σκύλακες, φιλόμουσοι δελφῑνες», Αρίων)<br /><b>4.</b> [[αλυσίδα]]<br /><b>5.</b> [[περιλαίμιο]] («καὶ σκύλακα σιδηροῦν ἑκάστῳ περιθεῖναι περὶ τὸν τράχηλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σχῆμα]] ἀφροδισιακόν»<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου που ακολουθεί πιστά κάποιον («σκύλακες Ζηνοδότου» — οι γραμματικοί της σχολής του Ζηνοδότου, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονόματα μικρών ζώων ([[πρβλ]]. [[σπάλαξ]]). Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>skul</i>- της ΙΕ ρίζας <i>skuel</i> «[[φλυαρώ]], [[φωνάζω]]» και συνδέεται με το αρμ. <i>cul</i> «[[νεαρός]] [[ταύρος]]». Η [[άποψη]] αυτή θα ήταν πολύ πιθανή, αν δεν προσέκρουε σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα λιθουαν. <i>skalikas</i> «κυνηγόσκυλο» και <i>kalė</i> «[[σκύλα]]». Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σκύζομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]]», ενώ [[τέλος]] ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα [[σκύμνος]] «μικρό ζώο, [[νεογνό]]» και [[σκύλλω]] «[[ξεσχίζω]], [[κατασπαράσσω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm