τιμωρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θυρωρός]], [[σκευωρός]]). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ορος</i>) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θυρωρός]], [[σκευωρός]]). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> ([[πρβλ]]. [[έφορος]]) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm