εὐπόριστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ([[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>πόριστος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπόριστος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα [[μέσα]] της ζωής<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐπόριστα</i><br />α) [[συνήθης]] και πρόχειρη [[τροφή]]<br />β) τα κοινά και [[πρόχειρα]] οικογενειακά φάρμακα<br />γ) [[τίτλος]] συγγράμματος του Διοσκουρίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πορίζομαι</i> ([[πρβλ]]. [[δυσπόριστος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm