3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἄρτι]])<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> [[ευθύς]] [[αμέσως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> προ πολλού<br /><b>2.</b> [[τώρα]] πια, από δω και [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ερμηνεύεται [[είτε]] ως τοπική [[πτώση]] ενός συμφωνόληκτου θέματος <i>αρ</i>-<i>τ</i>- με την [[έννοια]] της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αρ</i>-, [[πρβλ]]. [[αραρίσκω]]) [[είτε]] ως [[αιτιατική]] ουδετέρου σε -<i>ι</i>, που προήλθε από το ίδιο [[θέμα]] <i>αρ</i>-<i>τ</i>-. Το [[άρτι]] φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη [[αντιστοιχία]] [[προς]] τα αρμεν. <i>ard</i> «[[μόλις]], προ ολίγου, [[τώρα]]» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. <i>ard</i>-<i>a</i>-<i>cin</i>, [[πρβλ]]. | |mltxt=(AM [[ἄρτι]])<br /><b>1.</b> [[τώρα]], αυτή τη [[στιγμή]]<br /><b>2.</b> [[ευθύς]] [[αμέσως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> προ πολλού<br /><b>2.</b> [[τώρα]] πια, από δω και [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ερμηνεύεται [[είτε]] ως τοπική [[πτώση]] ενός συμφωνόληκτου θέματος <i>αρ</i>-<i>τ</i>- με την [[έννοια]] της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αρ</i>-, [[πρβλ]]. [[αραρίσκω]]) [[είτε]] ως [[αιτιατική]] ουδετέρου σε -<i>ι</i>, που προήλθε από το ίδιο [[θέμα]] <i>αρ</i>-<i>τ</i>-. Το [[άρτι]] φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ΙΕ., παρουσιάζει δε απόλυτη [[αντιστοιχία]] [[προς]] τα αρμεν. <i>ard</i> «[[μόλις]], προ ολίγου, [[τώρα]]» (και ως α' συνθετικό λέξεων, λ.χ. <i>ard</i>-<i>a</i>-<i>cin</i>, [[πρβλ]]. [[αρτιγενής]]), λιθ. <i>arti</i> «[[κοντά]] σε», λατ. <i>ars</i> (<i>artis</i>) «[[δεξιοτεχνία]], [[γνώση]] και [[εμπειρία]] για [[κάτι]]» και πιθ. αρχ. ινδ. <i>ŗtάm</i> «[[κανονισμός]]», <i>ŗtάs</i> «[[σωστός]], [[ορθός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |