ολόσωμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)"
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ή περιλαμβάνει όλο το [[σώμα]] ή αυτός του οποίου το [[σώμα]] [[είναι]] πλήρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ολόσωμα</i><br /><b>ζωολ.</b> μικροσκοπικοί οργανισμοί [[χωρίς]] ειδικά όργανα, τών οποίων το [[σώμα]] δεν φέρει καμία [[υποδιαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[ολόκληρο]] το [[σώμα]], [[πλήρης]], [[παντελής]], [[ολοκληρωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], τ. σχηματισμένος από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[ὁλοσώματος]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>σωμος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>holosomata</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ή περιλαμβάνει όλο το [[σώμα]] ή αυτός του οποίου το [[σώμα]] [[είναι]] πλήρες<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ολόσωμα</i><br /><b>ζωολ.</b> μικροσκοπικοί οργανισμοί [[χωρίς]] ειδικά όργανα, τών οποίων το [[σώμα]] δεν φέρει καμία [[υποδιαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[ολόκληρο]] το [[σώμα]], [[πλήρης]], [[παντελής]], [[ολοκληρωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], τ. σχηματισμένος από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[ὁλοσώματος]] ([[πρβλ]]. [[μεγαλόσωμος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>holosomata</i>].
}}
}}