ὁρμάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[ὁρμῶ]] :<br /><i>impf.</i> [[ὥρμων]], <i>f.</i> ὁρμήσω, <i>ao.</i> ὥρμησα, <i>pf.</i> [[ὥρμηκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡρμήθην]], <i>pf.</i> [[ὥρμημαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en mouvement, pousser, diriger (une armée) contre;<br /><b>2</b> [[pousser]], [[exciter]] ; <i>Pass.</i> ὁρμηθεὶς θεοῦ OD poussé, <i>càd</i> inspiré par un dieu ; ὁρμᾶν πόλεμον OD faire <i>litt.</i> mettre en mouvement une guerre ; <i>Pass.</i> ὡρμάθη <i>dor.</i> [[πλαγά]] SOPH un coup fut porté;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> ὁρμ. Τρώων IL s'élancer sur les Troyens ; [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, sur qqn, [[κατά]] τινα, dans la direction de qqn, vers qqn : εἰς τὸ διώκειν XÉN à la poursuite ; [[ἐπί]] τι, en vue de qch, pour qch;<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> ὡρμ. ἐς δόμους EUR se hâter pour revenir dans la maison (paternelle) ; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν XÉN se porter vivement en avant pour observer ; εἰς φυγήν XÉN prendre la fuite ; avec un acc. : ὁρμ. ὁδόν XÉN se mettre en route;<br /><b>3</b> [[se mettre en mouvement pour faire qch]] ; se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὁρμάομαι]], [[ὁρμῶμαι]] (<i>ao.</i> ὡρμησάμην, <i>poét.</i> [[ὡρμήθην]]) se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer pour attaquer : ὁρμ. τινος IL [[ἐπί]] τινι, [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, se précipiter sur qqn ; ἔς τι, s'élancer sur qch (sur les portes d'une ville, <i>etc.</i>) ; avec l'inf. s'élancer pour (poursuivre l'ennemi);<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> s'élancer, <i>avec</i> ἐς <i>ou</i> πρὸς et l'acc. ; [[μετά]] τινος IL accourir en hâte rejoindre qqn ; avec l'inf. : ὁρμ. φεύγειν IL se mettre en mouvement pour s'enfuir;<br /><b>3</b> se mettre en mouvement pour, se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i> avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμή]].
|btext=[[ὁρμῶ]] :<br /><i>impf.</i> [[ὥρμων]], <i>f.</i> ὁρμήσω, <i>ao.</i> ὥρμησα, <i>pf.</i> [[ὥρμηκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡρμήθην]], <i>pf.</i> [[ὥρμημαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en mouvement, pousser, diriger (une armée) contre;<br /><b>2</b> [[pousser]], [[exciter]] ; <i>Pass.</i> ὁρμηθεὶς θεοῦ OD poussé, <i>càd</i> inspiré par un dieu ; ὁρμᾶν πόλεμον OD faire <i>litt.</i> mettre en mouvement une guerre ; <i>Pass.</i> ὡρμάθη <i>dor.</i> [[πλαγά]] SOPH un coup fut porté;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> ὁρμ. Τρώων IL s'élancer sur les Troyens ; [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, sur qqn, [[κατά]] τινα, dans la direction de qqn, vers qqn : εἰς τὸ διώκειν XÉN à la poursuite ; [[ἐπί]] τι, en vue de qch, pour qch;<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> ὡρμ. ἐς δόμους EUR se hâter pour revenir dans la maison (paternelle) ; ἐπὶ τὸ σκοπεῖν XÉN se porter vivement en avant pour observer ; εἰς φυγήν XÉN prendre la fuite ; avec un acc. : ὁρμ. ὁδόν XÉN se mettre en route;<br /><b>3</b> [[se mettre en mouvement pour faire qch]] ; se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὁρμάομαι]], [[ὁρμῶμαι]] (<i>ao.</i> ὡρμησάμην, <i>poét.</i> [[ὡρμήθην]]) se mettre en mouvement, s'élancer;<br /><b>1</b> <i>avec idée d'hostilité</i> s'élancer pour attaquer : ὁρμ. τινος IL ἐπί τινι, [[ἐπί]] τινα, [[εἴς]] τινα, se précipiter sur qqn ; ἔς τι, s'élancer sur qch (sur les portes d'une ville, <i>etc.</i>) ; avec l'inf. s'élancer pour (poursuivre l'ennemi);<br /><b>2</b> <i>sans idée d'hostilité</i> s'élancer, <i>avec</i> ἐς <i>ou</i> πρὸς et l'acc. ; [[μετά]] τινος IL accourir en hâte rejoindre qqn ; avec l'inf. : ὁρμ. φεύγειν IL se mettre en mouvement pour s'enfuir;<br /><b>3</b> se mettre en mouvement pour, se préparer à, entreprendre de, <i>etc.</i> avec l'inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι [[ἐπί]] τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ὁρμάω:''' ([[ὁρμή]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, Αττ. αόρ. αʹ <i>ὥρμησα</i>, παρακ. [[ὥρμηκα]] — Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>ὁρμήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὡρμησάμην</i> και [[ὡρμήθην]], παρακ. [[ὥρμημαι]], Ιων. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. [[ὡρμέαται]] και <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]] ή [[παροτρύνω]], [[κεντρίζω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., <i>ὁρμηθεὶς θεοῦ</i>, εμπνευσμένος, παρακινημένος από τον θεό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πράγμα]] ως [[αντικείμενο]], [[ανακινώ]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὡρμάθη [[πλαγά]], πληγώθηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κάνω την [[αρχή]], [[σπεύδω]], [[ορμώ]].<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>nς ὁρμήσῃ διώκειν</i>, [[ποιος]] αρχίζει την [[καταδίωξη]]; σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὁσσάκι]] δ'ὁρμήσειε πυλάων [[ἀντίον]] ἀΐξασθαι, [[κάθε]] [[φορά]] που άρχιζε κι ορμούσε ενάντια στις πύλες, στο ίδ.· [[ξεκινώ]], [[αρχίζω]] να κάνω, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου εσπευσμένα ή [[κατακέφαλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὁρμᾶν [[ἐπί]] τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εἴς τινα</i>, κατά τινα, σε Ξεν.· <i>ἐπὶ τὸ σκοπεῖν</i>, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, <i>ὁρμῶ ἐς μάχην</i>, [[σπεύδω]], [[ορμώ]], στη [[μάχη]], σε Αισχύλ.· <i>εἰς ἀγῶνα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], σε Πλάτ.· αἱ [[μάλιστα]] ὁρμήσασαι ([[νῆες]]), τα πλοία που έκαναν τη μεγαλύτερη έφοδο, σε Θουκ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ., όπως το αμτβ. Ενεργ.<br /><b class="num">1.</b> με απαρ., <i>μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται</i>, ότι δεν θα ορμήσουν να φύγουν, δεν θα σκεφτούν να αποδράσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>διώκειν ὡρμήθησαν</i>, στο ίδ.· ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]] ὡρμήθη λέγεσθαι, η [[ομιλία]] αυτή άρχισε να απαγγέλλεται, επιχειρήθηκε να εκφωνηθεί, σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>λόγον</i>, <i>τὸν ὥρμητο λέγειν</i>, την οποία ([[ομιλία]]) είχε σκοπό να εκφωνήσει, στον ίδ.· και με [[παράλειψη]] απαρ., <i>μενεήναμεν ὁρμηθέντε</i>, επιθυμούσαμε σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[σπεύδω]] στο κατόπι, σε Όμηρ.· ομοίως, ὁρμᾶσθαι ἐπί τινι, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐπί]] τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ. του τόπου, <i>νερτέρας πλάκας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αρχίζω]] από, [[ξεκινώ]] από, έχω ως [[αφετηρία]], [[ἐνθεῦτεν]] ὁρμώμενος, ξεκινώντας από κει για να κάνουν την καθημερινή τους [[εργασία]], σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για στρατηγό, [[καθιστώ]] έναν [[τόπο]] χώρο για το [[επιτελείο]] μου ή [[βάση]] των επιχειρήσεών μου, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, <i>ὁρμώμενος ἀπὸ Σάρδεων</i>, σε Ξεν.· <i>ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος</i>, εκκινώντας, αρχίζοντας με λιγότερα μέσα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[εφορμώ]], σε Όμηρ.· γενικά, [[σπεύδω]], [[ανυπομονώ]], σε Αισχύλ.· [[επέρχομαι]], [[επιπίπτω]], τὸ [[φέγγος]] ὁρμάσθω [[πυρός]], στο ίδ.· [[ὕβρις]] [[ἀτάρβητος]] ὁρμᾶται, [[χωρίς]] φόβο ξεχύνεται η [[προσβολή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με πραγματικά Παθ. [[σημασία]], πρὸς [[θεῶν]] ὡρμημένος, παρακινημένος από τους θεούς, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj