ἐκπολιορκέω: Difference between revisions

6_2
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν [[τριάκοντα]] ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν [[τριάκοντα]] ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131.
}}
}}