Anonymous

ἐκπολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131.
|lstext='''ἐκπολιορκέω''': [[ἐξαναγκάζω]] πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, [[ἀναγκάζω]] νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι [[αὐτόθι]] 131.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />réduire <i>ou</i> prendre après un siège ; <i>Pass.</i> être forcé de capituler après un siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πολιορκέω]].
}}
}}