ἀποκόπτω: Difference between revisions

6_14
(13_7_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] 1) abhauen, abschneiden, Hom. öfter, von Theilen des menschl. od. thier. Leibes Iliad. 11, 261 Od. 3, 449 u. sonst; παρήορον, die Stränge des Handpferdes, Il. 16, 474; πείσματα [[νεός]] Od. 10, 127; ἄγκυραν Xen. Hell. 1, 6, 25, den Anker kappen; [[νηῶν]] κόρυμβα Iliad. 9, 241; ῥοπάλου ὅσον τ' ὄργυιαν Od. 9, 325; κόμην ἐλαίης Od. 23, 195; vgl. Ar. Nubb. 1109; γέφυραν, eine Brücke abbrechen, Plut. Nic. 26; ἀποκοπεισῶν ἐλπίδων Pol. 23, 2; vgl. 3, 63; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. Pyrrh. 2; ἀποκόπτομαι τὴν χεῖρα, τὸν αὐχένα, mir wird der Hals, die Hand abgehauen, Plut. Caes. 16; D. Hal. 3, 58; ἀποκέκοπταί μοι ἡ [[φωνή]] Plut. Dem. 25, die Stimme ist mir gehemmt; δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι, mit einer Länge aufhören, Arist. rhet. 3, 8. – 2) herunterschlagen, treiben, τινὰ ἀπό τινος, von etwas, Xen. An. 3, 4, 39. – 3) Med., sich aus Trauer über Jem. schlagen, Jem. betrauern, νεκρόν Eur. Tr. 644.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0308.png Seite 308]] 1) abhauen, abschneiden, Hom. öfter, von Theilen des menschl. od. thier. Leibes Iliad. 11, 261 Od. 3, 449 u. sonst; παρήορον, die Stränge des Handpferdes, Il. 16, 474; πείσματα [[νεός]] Od. 10, 127; ἄγκυραν Xen. Hell. 1, 6, 25, den Anker kappen; [[νηῶν]] κόρυμβα Iliad. 9, 241; ῥοπάλου ὅσον τ' ὄργυιαν Od. 9, 325; κόμην ἐλαίης Od. 23, 195; vgl. Ar. Nubb. 1109; γέφυραν, eine Brücke abbrechen, Plut. Nic. 26; ἀποκοπεισῶν ἐλπίδων Pol. 23, 2; vgl. 3, 63; ἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plut. Pyrrh. 2; ἀποκόπτομαι τὴν χεῖρα, τὸν αὐχένα, mir wird der Hals, die Hand abgehauen, Plut. Caes. 16; D. Hal. 3, 58; ἀποκέκοπταί μοι ἡ [[φωνή]] Plut. Dem. 25, die Stimme ist mir gehemmt; δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι, mit einer Länge aufhören, Arist. rhet. 3, 8. – 2) herunterschlagen, treiben, τινὰ ἀπό τινος, von etwas, Xen. An. 3, 4, 39. – 3) Med., sich aus Trauer über Jem. schlagen, Jem. betrauern, νεκρόν Eur. Tr. 644.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποκόπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποκόπτω]] ὡς καὶ νῦν, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, τὸ πλεῖστον ἐπὶ μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κάρη ἀπέκοψε Ἰλ. Λ. 261· ἀπό τ’ αὐχένα κόψας [[αὐτόθι]] 146, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, χεῖρας ἀπ. Ἡρόδ. 6. 91 κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα Ἰλ. Ι. 241· ἀπὸ πείσματ’ ἔκoψα [[νεὸς]] Ὀδ. Κ. 127· ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον, ἀπέκοψε καὶ ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν παρατρέχοντα ἵππον, Ἰλ. Π. 474: - Παθ., ἀποκεκόψονται, ἐπὶ [[καλύκων]] ἢ ὀφθαλμῶν φυτοῦ, θὰ ἀποκοπῶσιν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1125· ἀποκοπῆναι τὴν χεῖρα Ἡρόδ. 6. 114· ἀπ. τὰ γεννητικά, ἐπὶ εὐνούχων, Φίλων 1. 89· καὶ [[οὕτως]], ἀπολύτ., Λουκ. Εὐν. 8· καὶ κατὰ μέσ. τύπον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 19. 2) μεταφ., ἀπ. ἐλπίδα, ἔλεον, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1272, Πολύβ. 3. 63, 8, Διόδ. 13. 23· ἀπ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης, ἀποφασίζω [[ἐσπευσμένως]], Ἀλκίφρ. 1. 8. ΙΙ. παρὰ Ξεν., ἀπ. τινὰ ἀπὸ τόπου, [[ἀποδιώκω]] βιαίως ἀπὸ ἰσχυρᾶς θέσεως, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ἀν. 3. 4, 39., 4. 2, 10· πρβλ. [[ἀποκρούω]]. ΙΙΙ. Μέσ. κτυπῶ, πλήττω τὸ [[στῆθος]] ἐν θρήνοις, κόπτομαι, μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623· πρβλ. [[κόπτω]] ΙΙ. 2) παύομαι λέγων, τελειώνω τὸν λόγον, ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6: - Παθ., ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνὴ Πλουτ. Δημοσθ. 25. 3) παρὰ γραμμ. παθ. [[πάσχω]] ἀποκοπὴν Εὐστ. 487. 10.
}}
}}