ἡδύχροος: Difference between revisions

6_19
(13_3)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν ([[μύρον]]), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν ([[μύρον]]), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
}}
{{ls
|lstext='''ἡδύχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ [[χρῶμα]], μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν [[μύρον]], εὔοσμον [[μύρον]], Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς [[γαλαθηνός]], σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον [[ἀρνίον]] καὶ [[μήπω]] γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.
}}
}}