ἡδύχροος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡδύχροον, contr. ἡδύχρους, ἡδύχρουν,
A of sweet complexion, πρόσωπα IG14.2040.7; ἡδύχρουν μύρον a fragrant perfume, Dsc.1.58; τὸ ἡ. Androm. ap. Gal.14.52, Alex.Trall.7.3; hedychrum, Cic.Tusc.3.19.46.
II ἡδύχρους, also ἡδύπνους, ὁ, a lamb not yet weaned, Phot.
German (Pape)
[Seite 1155] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύχροος: стяж. ἡδύχρους 2 нежного цвета (μέτωπον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ χρῶμα, μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν μύρον, εὔοσμον μύρον, Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς γαλαθηνός, σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον ἀρνίον καὶ μήπω γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἡδύχροος: -ον (χρόα), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει γλυκό χρώμα, καθαρή επιφάνεια, απαλή και όμορφη επιδερμίδα, σε Ανθ.