3,277,114
edits
(6_19) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡδύχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ [[χρῶμα]], μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν [[μύρον]], εὔοσμον [[μύρον]], Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς [[γαλαθηνός]], σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον [[ἀρνίον]] καὶ [[μήπω]] γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ. | |lstext='''ἡδύχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ [[χρῶμα]], μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν [[μύρον]], εὔοσμον [[μύρον]], Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς [[γαλαθηνός]], σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον [[ἀρνίον]] καὶ [[μήπω]] γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡδύχροος:''' -ον ([[χρόα]]), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει [[γλυκό]] [[χρώμα]], καθαρή [[επιφάνεια]], απαλή και όμορφη [[επιδερμίδα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |