κέντρον: Difference between revisions

6_21
(13_7_2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] τό ([[κεντέω]]), 1) ales Stechende, bes. – a) der Stachel, mit welchem die Pferde u. andere Zug- oder Lastthiere angetrieben wurden; [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες ἵπποι Il. 23, 387, vgl. 430; ἡνιοχικά Plat. Phaedr. 254 e; κέντροις καὶ μάστιξιν Legg. VI, 777 a; οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων, ἀλλ' ἐξαιματῶν τῷ κέντρῳ, mit dem Sporn, Xen. Cyr. 7, 1, 15; κέντρα διωξικέλευθα Philodem. 27 (VI, 246);für Rinder, = [[βουπλήξ]], Plut. Mar. 27; πρὸς κέντρα λακτίζειν, gegen den Stachel löken, Pind. P. 2, 94; Eur. Bacch. 294; vgl. [[οὔκουν]] πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς Aesch. Prom. 323. – b) eine Stachelknute, als Züchtigungs- oder Marterwerkzeug, Her. 3, 130; vgl. Schol. Ar. Nubb. 449. – c) der Sporn der Hähne, Geop. – d) der Stachel des Stachelschweins, Ael. N. A. 12, 26; der Skorpionen, der Wespen, Bienen u. dergl., Arist. part. anim. 4, 5; übertr., τὰ κέντρα ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; ὥςπερ [[μέλιττα]] τὸ [[κέντρον]] ἐγκαταλιπών Plat. Phaed. 91 c. – e) die Spitze an der Lanze, Pol. 6, 22, 4. – f) oft übertr., Stachel, Sporn zu Etwas, Reiz, Antrieb, auch Stachel, Spitze der Rede; δείματ' ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν Aesch. Prom. 694, vgl. Eum. 152. 405; εἰ μή τι [[κέντρον]] [[θεῖον]] ἦγ' ὑμᾶς ἐμοῦ, Verlangen nach mir, Soph. Phil. 1028; vom Schmerz, Tr. 836; ἐκπεπληγμένη κέντρονς ἔρωτος Eur. Hipp. 39, vgl. 1303; [[κέντρων]] καὶ ὠδίνων ἔληξεν Plat. Phaedr. 251 e; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. Lyc. 21. – 2) der Mittelpunkt, in den man mit dem einen Zirkelfuß hineinsticht, wenn man einen Kreis beschreiben will, das Centrum; Plat. Rep. IV, 436 d; Mathem.; κύκλον κέντρῳ περιγράφειν Plut. Rom. 11. – Daher auch im Holz oder Stein eine harte Stelle, ein harter Kern, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] τό ([[κεντέω]]), 1) ales Stechende, bes. – a) der Stachel, mit welchem die Pferde u. andere Zug- oder Lastthiere angetrieben wurden; [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες ἵπποι Il. 23, 387, vgl. 430; ἡνιοχικά Plat. Phaedr. 254 e; κέντροις καὶ μάστιξιν Legg. VI, 777 a; οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων, ἀλλ' ἐξαιματῶν τῷ κέντρῳ, mit dem Sporn, Xen. Cyr. 7, 1, 15; κέντρα διωξικέλευθα Philodem. 27 (VI, 246);für Rinder, = [[βουπλήξ]], Plut. Mar. 27; πρὸς κέντρα λακτίζειν, gegen den Stachel löken, Pind. P. 2, 94; Eur. Bacch. 294; vgl. [[οὔκουν]] πρὸς κέντρα [[κῶλον]] ἐκτενεῖς Aesch. Prom. 323. – b) eine Stachelknute, als Züchtigungs- oder Marterwerkzeug, Her. 3, 130; vgl. Schol. Ar. Nubb. 449. – c) der Sporn der Hähne, Geop. – d) der Stachel des Stachelschweins, Ael. N. A. 12, 26; der Skorpionen, der Wespen, Bienen u. dergl., Arist. part. anim. 4, 5; übertr., τὰ κέντρα ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; ὥςπερ [[μέλιττα]] τὸ [[κέντρον]] ἐγκαταλιπών Plat. Phaed. 91 c. – e) die Spitze an der Lanze, Pol. 6, 22, 4. – f) oft übertr., Stachel, Sporn zu Etwas, Reiz, Antrieb, auch Stachel, Spitze der Rede; δείματ' ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν Aesch. Prom. 694, vgl. Eum. 152. 405; εἰ μή τι [[κέντρον]] [[θεῖον]] ἦγ' ὑμᾶς ἐμοῦ, Verlangen nach mir, Soph. Phil. 1028; vom Schmerz, Tr. 836; ἐκπεπληγμένη κέντρονς ἔρωτος Eur. Hipp. 39, vgl. 1303; [[κέντρων]] καὶ ὠδίνων ἔληξεν Plat. Phaedr. 251 e; τὰ [[μέλη]] [[κέντρον]] ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. Lyc. 21. – 2) der Mittelpunkt, in den man mit dem einen Zirkelfuß hineinsticht, wenn man einen Kreis beschreiben will, das Centrum; Plat. Rep. IV, 436 d; Mathem.; κύκλον κέντρῳ περιγράφειν Plut. Rom. 11. – Daher auch im Holz oder Stein eine harte Stelle, ein harter Kern, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''κέντρον''': τό, ([[κεντέω]]) ὀξὺ [[ἄκρον]], [[ὀξεῖα]] [[αἰχμή]]· 1) κεντρί, [[κέντρον]] διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.˙ κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157˙ κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809˙- παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] = τῷ Ὁμηρικῷ [[βουπλήξ]], [[βούκεντρον]], «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.˙- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε [[λακτίζω]] 2)˙ δεῖ… κέντρου [[πολλάκις]], οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56˙ ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427˙ κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303˙ πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε˙ κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21˙ κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48˙ [[ἀλλά]], κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 130˙- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839˙ τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ [[Οἰδίπους]] ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[κέντρον]] στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ [[κέντρον]] τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.˙ τῶν [[σκορπίων]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58˙- [[ἐντεῦθεν]], μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242˙ πορεύεται, [[ὥσπερ]] [[σκορπίος]], ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4˙ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, [[κέντρον]] ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6˙ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, [[ὥσπερ]] [[μέλιττα]] τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ [[πλῆκτρον]] ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) [[ἄκανθα]] τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = [[πόσθη]], Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον [[σκέλος]] τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1˙ [[καθόλου]], τὸ [[κέντρον]] κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.˙ κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, [[γράφω]] κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11˙ τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε˙- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) [[ἧλος]] ἢ [[γόμφος]], Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι [[ἔκφυμα]] ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ.
}}
}}