Anonymous

κέντρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέντρον''': τό, ([[κεντέω]]) ὀξὺ [[ἄκρον]], [[ὀξεῖα]] [[αἰχμή]]· 1) κεντρί, [[κέντρον]] διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.˙ κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157˙ κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809˙- παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] = τῷ Ὁμηρικῷ [[βουπλήξ]], [[βούκεντρον]], «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.˙- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε [[λακτίζω]] 2)˙ δεῖ… κέντρου [[πολλάκις]], οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56˙ ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427˙ κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303˙ πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε˙ κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21˙ κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48˙ [[ἀλλά]], κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 130˙- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839˙ τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ [[Οἰδίπους]] ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[κέντρον]] στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ [[κέντρον]] τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.˙ τῶν [[σκορπίων]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58˙- [[ἐντεῦθεν]], μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242˙ πορεύεται, [[ὥσπερ]] [[σκορπίος]], ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4˙ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, [[κέντρον]] ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6˙ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, [[ὥσπερ]] [[μέλιττα]] τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ [[πλῆκτρον]] ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) [[ἄκανθα]] τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = [[πόσθη]], Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον [[σκέλος]] τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1˙ [[καθόλου]], τὸ [[κέντρον]] κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.˙ κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, [[γράφω]] κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11˙ τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε˙- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) [[ἧλος]] ἢ [[γόμφος]], Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι [[ἔκφυμα]] ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ.
|lstext='''κέντρον''': τό, ([[κεντέω]]) ὀξὺ [[ἄκρον]], [[ὀξεῖα]] [[αἰχμή]]· 1) κεντρί, [[κέντρον]] διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι [[ἄνευ]] κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.˙ κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157˙ κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809˙- παρ’ Ἀττ. [[συχνάκις]] = τῷ Ὁμηρικῷ [[βουπλήξ]], [[βούκεντρον]], «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.˙- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε [[λακτίζω]] 2)˙ δεῖ… κέντρου [[πολλάκις]], οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56˙ ἐν χρήσει ὡς [[σύμβολον]] τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., [[παρακίνησις]], [[παρόρμησις]], Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427˙ κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303˙ πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε˙ κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21˙ κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48˙ [[ἀλλά]], κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἡρόδ. 3. 130˙- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839˙ τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ [[Οἰδίπους]] ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ [[κέντρον]] στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ [[κέντρον]] τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.˙ τῶν [[σκορπίων]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58˙- [[ἐντεῦθεν]], μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242˙ πορεύεται, [[ὥσπερ]] [[σκορπίος]], ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4˙ [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, [[κέντρον]] ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6˙ [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, [[ὥσπερ]] [[μέλιττα]] τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ [[πλῆκτρον]] ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) [[ἄκανθα]] τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = [[πόσθη]], Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον [[σκέλος]] τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1˙ [[καθόλου]], τὸ [[κέντρον]] κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.˙ κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, [[γράφω]] κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11˙ τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε˙- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) [[ἧλος]] ἢ [[γόμφος]], Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι [[ἔκφυμα]] ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> aiguillon ; <i>fig.</i> stimulant, excitant ; aiguillon (de la douleur, du désir);<br /><b>II.</b> aiguillon d’un animal, dard (d’un scorpion, d’une abeille, <i>etc.</i>) ; <i>fig.</i> [[κέντρον]] ἐγκαταλείπειν PLAT laisser l’aiguillon dans l’esprit <i>en parl. de l’impression produite par un orateur éloquent</i>;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> fouet garni de clous;<br /><b>2</b> piquants du porc-épic;<br /><b>IV.</b> point central d’une circonférence : κύκλον κέντρῳ περιγράφειν PLUT tracer un cercle autour d’un point central ; κέντρῳ καὶ διαστήματι περιγράφειν PLUT limiter par une circonférence, circonscrire.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κεντέω]].
}}
}}